ἀμφορεαφόρος
From LSJ
Full diacritics: ἀμφορεᾱφόρος | Medium diacritics: ἀμφορεαφόρος | Low diacritics: αμφορεαφόρος | Capitals: ΑΜΦΟΡΕΑΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: amphoreaphóros | Transliteration B: amphoreaphoros | Transliteration C: amforeaforos | Beta Code: a)mforeafo/ros |
ου, ὁ,
A water-carrier, Eup.187, Men.431, IG2.768.
[Seite 146] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.
ἀμφορεᾱφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ.