μολυβδόδετος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A fastened with lead, ἐσχάραι Poll.6.88.

German (Pape)

[Seite 200] mit Blei gebunden, umzogen, Poll. 6, 88.

Greek Monolingual

μολυβδόδετος και μολιβδόδετος, -ον (Α)
δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό-δετος, χαλκό-δετος].