κλάδα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
κλάδας, metapl. acc. sg. and pl. of κλάδος (q.v.):—but κλᾷδα, κλᾷδας, Aeol. and Dor. acc. sg. and pl. of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλάδα: κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ κλάδος, ὃ ἴδε.