ἄκακος
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἄκακον,
A unknowing of ill, guileless, devoid of malice, devoid of wickedness, A.Pers.663 (lyr.), Pl.Ti. 91d, Ep.Rom.16.18.
2 innocent, ingenuous, simple (cf. εὐήθης), D.47.46, 82; ἄ. ἀνθρώπων τρόπος Anaxil.33. Adv. ἀκάκως = without malice, without wickedness, ingenuously D.47.50.
II unharmed, Sapph.149.
2 unadulterated, POxy.142 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
(ἄκᾰκος) -ον
I 1indemne, no dañado Sapph.171.
2 puro, no adulterado del trigo POxy.142.5 (VI d.C.).
II 1benéfico, benigno, sin malicia βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν A.Pers.663, 671.
2 cándido, inocente ἄνδρες Pl.Ti.91d, παιδίσκη Men.Her.19, κόρη Men.Dysc.222, ἄ. καὶ νέος Plb.31.11.7, ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄ. LXX Pr.21.11, τρόπος Anaxil.32.2, cf. Pl.Alc.2.140c, D.47.46, 82, D.C.72.1.1, D.S.13.76, Ph.2.228
•en epitafios ψυχή IUrb.Rom.1016 (imper.), ᾤχετο πρὸς φθιμένους, παῖς νέος ὢν ἄ. IEphesos 2102.14 (imper.), cf. TAM 2.1147 (Olimpo)
•subst. οἱ ἄκακοι Ep.Rom.16.18
•compar. ἀκακώτερον ἢ στρατηγικώτερον αὑτῷ χρησάμενος Plb.10.32.7.
III adv. ἀκάκως = sin malicia, inocentemente, cándidamente D.47.50, Ἐπιδαμνίων ... <ἀ>κάκως ... αὐτοὺς παραδεξαμένων Plb.2.9.3, θεᾶσθαι Plb.8.29.8, ἀ. καὶ παιδικῶς Plu.Thes.8.
German (Pape)
[Seite 67] nicht böse, Aesch. Pers. 653; gutmütig, τρόπος ἀνθρώπου Anaxil. Ath. VI, 254 c; Plat. Tim. 91 d, mit dem Nebenbegriff des Einfältigen. Alc. 2, 140 c, in Vrbdg mit ἄπειρος u. ἐνεός. Dem ἐξαπατήσας steht, s. Dem. 47, 46 gegenüber; bei Diod. ep. (V, 122) neben ἤπιος. – Adv. Dem. in derselben Rede; Pol., Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans méchanceté;
2 sans malice, ingénu, simple;
NT: innocent.
Étymologie: ἀ, κακός.
Russian (Dvoretsky)
ἄκᾰκος: незлобивый, кроткий, простодушный Aesch., Plat., Dem., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰκος: -ον, ὁ μὴ γινώσκων τὸ κακόν, ἀθῷος, εὐμενής, πρᾶος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 664, Πλάτ. Τίμ. 91D. 2) ἁπλοϊκός, πολὺ ὅμοιον τῷ εὐήθης καὶ ἁπλοῦς, Δημ. 1153, 11., 1164. 13· ἀκ. ἀνθρώπων τρόπος, Ἀναξιλ. Ἄδηλ. 1. - Ἐπίρρ. -κως, Δημ. 1154. 18.
English (Abbott-Smith)
ἄκακος, -ον, [in LXX for פְּתִי, תָּם, etc.;]
(a)as in cl. (Æsch., Plat., al.), of persons, simple, guileless: Ro 16:18, He 7:26 (cf. Cremer, 327);
(b)of things, undamaged (? MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and κακός; not bad, i.e. (objectively) innocent or (subjectively) unsuspecting: harmless, simple.
English (Thayer)
(κακός);
a. without guile or fraud, harmless; free from guilt: Lightfoot S. Clement of Rome etc., p. 219): ἄκακος ὁ πατήρ πνεῦμα ἔδωκεν ἄκακον).
b. fearing no evil from others, distrusting no one, (cf. English guileless): Aeschylus) Plato, Demosthenes, Polybius, others; the Sept.) (Cf. Trench, § lvi.; Tittmann i., p. 27f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκακος, -ον)
1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος
2. απλοϊκός, αφελής, εύπιστος
3. αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κακός.
ΠΑΡ. ἀκακία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκακοποιός.
Greek Monotonic
ἄκᾰκος: -ον, 1. αυτός που δεν ξέρει το κακό, άδολος, αθώος, πράος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. απλοϊκός, αφελής, σε Δημ.· επίρρ. -κως, στον ίδ.
Middle Liddell
1. unknowing of ill, guileless, Aesch., Plat.
2. innocent, simple, Dem.:—adv. -κως, Plat.
Chinese
原文音譯:¥kakoj 阿-卡可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-邪惡 相當於: (תָּם)
字義溯源:還算不壞,無邪惡,無知的,無可指責的,老實人;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κακός)*=卑劣的) 組成
出現次數:總共(2);羅(1);來(1)
譯字彙編:
1) 無邪惡(1) 來7:26;
2) 老實人(1) 羅16:18