χράομαι
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
(See also χράω)
C Med. χράομαι, Att. χρῶμαι, χρῇ prob. in Pl.Hp.Mi.369a, χρῆται Ar.V.1028 (anap.), etc. (also Trag., A.Ag.953), χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται, And.4.6, Pl.La.194c, Th.1.70, etc.; Dor. χρέομαι Sophr.126; Ion. χρᾶται Hdt.1.132, al. (so in later Prose, Iamb. in Nic.p.28 P.); χρέεται v.l. in Hdt.4.50; χρέονται Hp.Aër.1; χρέωνται Hdt.1.34, 4.108, al.; χρείωνται Heraclit.104; opt. χρῴμην, χρῷο Pl. Cri.45b, χρῷτο Gorg.Fr.20, etc.; Ion. χρέοιτο Hp.Acut.56; imper. χρῶ Democr.270, Ar.Th.212, Isoc.1.34, Ion. χρέο Hp.Steril.230, Hdt. 1.155 (v.l. χρέω, as in Hp.Acut. (Sp.) 62); 3sg. Dor. χρηείσθω SIG 1009.7 (Chalcedon, iii/ii B. C.); 2pl. χρῆσθε And.1.11; 3pl. χρήσθων Ar.Nu.439 (s. v.l.; v. infr.111.4b), Th.5.18; χρώσθων IG12.122.5; Dor. χρόνσθω Mnemos.57.208 (Argos, vi B. C.); inf. Att. and Ion. χρῆσθαι IG12.57.19, Ar.Av.1040, Lys.25.20, SIG57.5 (Milet., v B. C.), IG12(5).593 A12 (Ceos, v B. C.); Ion. and Hellenistic χρᾶσθαι Hdt. 2.15, 3.20, al., IG12(5).606.9 (Ceos, iv/iii B. C.), SIG344.50 (Teos, iv B. C.), 1106.80 (Cos, iv/iii B. C.), PCair.Zen.299.10 (iii B. C.), OGI214.19 (Didyma, iii B. C.), IG22.1325.24 (both forms in Phld.Rh.1.66S. and Ph.Bel., χρῆσθαι 57.35, al., χρᾶσθαι 53.49, al.), Ion. χρέεσθαι as v.l. for χρῆσθαι Hdt.1.21, 187, al. (χρῆσθαι ib.153 codd.), so in Arc., IG5 (2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), Elean χρηῆσται Inscr.Olymp.1.3 (vii/vi B. C.), Boeot. χρειεῖσθη IG7.3169 (Orchom., iii B. C.); Locr. and Lacon. χρῆσται IG9(1).334.19, 23 (Oeanthea, v B. C.), 5(1).1317.8 (Thalamae, iv/iii B. C.); part. Att. χρώμενος A.Eu.655, IG12.81.6, etc.; Ep. and Ion. χρεώμενος Il.23.834 (as a dactyl), Hdt.2.108, Hp.Acut.18, Dor. χρείμενος SIG395.4, 438.11 (both Delph., iii B. C.), Berl.Sitzb.1927.156 (Cyrene), χρήμενος Riv.Fil.58.472 (Gortyn, iii B. C.), χρεύμενος SIG1166.3 (Dodona): impf. Att. ἐχρώμην Antipho 5.63, ἐχρῶ Ar.Ra. 111, And.1.49, ἐχρῆτο Th.1.130, etc.; pl., ἐχρώμεθα Lys.Fr.29, ἐχρῶντο Antipho 6.28, etc.; Ion. ἐχρᾶτο Hdt.2.173 (v.l. -ῆτο), 3.3, 129, al. (also found in Anaxipp.1.9 codd.Ath.), ἐχρέωντο Hdt.2.108, al.: but ἐχρῆτο 3.41 codd., Herod.6.55, (προσ-) Hp.Epid.3.17.ά: fut. χρήσομαι S.Ph.1133 (lyr.), etc.; also κεχρήσομαι Theoc.16.73: aor. ἐχρησάμην S.OT117, Th.5.7, al.: pf. κέχρημαι (v. infr. 1): aor. ἐχρήσθην in pass. sense (v. infr. vii):—in pf. κέχρημαι (with pres. sense) c. gen., desire, yearn after, the usual sense in Ep., οὔτ' εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος (sc. αὐτῆς) οὔτε τευ ἄλλου Il.19.262; νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός Od.1.13; κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες 14.124, cf. 17.421, 20.378, 22.50; μαντοσυνεων κεχρημένοι Emp.112.10.
2 to be in want of, lack, τοῦ κεχρημένοι; S.Ph.1264, cf. E.IA382 (troch.); [βορᾶς] κεχρημένοι Id.Cyc.98; οὐ πόνων κεχρήμεθα Id.Med.334; τίνος κέχρησθε, γυναῖκες; Theoc.26.18: fut., ὃς ἐμεῦ κεχρήσετ' ἀοιδοῦ Id.16.73; χρήσομεθα εἰς τὰ ἔργα καὶ ὁδοῦ.. καὶ ὕδατος we shall need.., SIG1182.12 (Ephes., iii B. C.): freq. abs. in part. κεχρημένος, lacking, needy, Od.14.155, 17.347, Hes.Op.317, 500, E.Supp.327, Pl.Lg. 717c: but κεχρηόσι δαίτης is f.l. for κεχαρηόσι in Nic.Fr.70.18.
3 pf. and plpf. κέχρημαι, κεχρήμην, in pres. and impf. sense, c. dat., enjoy, have, φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι (ν) Od.3.266, 14.421, 16.398; αὕτη (sc. ἡ χώρη) ὕδασι κάλλιστα κέχρηται Hp.Aër.12; ἡ καταδεεστέροις τούτοις (sc. τοῖς εἴδεσι) κεχρημένη τραγῳδία Arist.Po.1450a32, cf.a13, b33; ἄλλαις, μικραῖς διαφοραῖς, Id.Metaph.1042b31, Phgn.809a8; ὑγροτέραις σαρξί ib.b11; θριξὶ ξανθαῖς ib.25; καθαρωτάτῳ.. αἵματι Id.Resp.477a21; τῶν.. πλαγίαις ταῖς ῥάβδοις κεχρημένων (sc. ἰχθύων) Id.Fr.295; εὐγενείᾳ κεχρημένος IG42(1).83.10 (Epid., i A. D.); σφαιρικῷ ὄγκῳ PLit.Lond.167.25 (ii/iii A. D.), cf. κεχρημένως (Addenda); so in pres., χρῶνται δειλαῖς φρεσὶ, δαίμονι δ' ἐσθλῷ Thgn.161; μέρη τραγῳδίας, οἷς ὡς εἴδεσι δεῖ χρῆσθαι, πρότερον εἴπομεν Arist.Po.1452b14, cf. 1458b14.
II use, pres. once in Hom., abs., ἑξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος Il.23.834: later mostly c. dat. (for acc. v. infr. VI), ἀκμαζούσῃ τῇ ῥώμῃ τῶν χειρῶν χρώμενος Antipho 4.3.3; ἐσθῆτι τοιῇδε χρέωνται Hdt.1.195, cf. 202, Ar.Ra. 1061 (anap.); διφασίοισι γράμμασι χ. Hdt.2.36; τοῖσιοὐνόμασι τῶν θεῶν ib.52; πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι, ἐκ φρεάτων χρεώμενοι ib. 108; τοῖσι ἐποποιοῖσι χρεώμενον λέγειν ib.120; ὅστις ἐμπύρῳ χρῆται τέχνῃ consults burnt offerings, E.Ph.954; χ. ἀργυρίῳ make use of money, Pl.R. 333b; ἀργύρῳ Ar.Ec.822; χ. ἵπποις manage them, X.Smp.2.10; χ. ἰχθύσι use for food, Plu.2.668f; οἴνῳ χ. ἐπὶ πλέον ib.715d; χ. ναυτιλίῃσι, θαλάσσῃ, Hdt.2.43, Th.1.3; ὠνῇ καὶ πρήσι Hdt.1.153; δρασμῷ Aeschin.3.21; τέχναις X.Mem.3.10.1, Oec.4.4; τῇ τέχνῃ POxy.1029.25 (ii A. D.); χρώμενοι τῇ πόλει taking a part in politics, E.Ion602; ἐκκλησίαισιν ἦν ὅτ' οὐκ ἐχρώμεθα Ar.Ec.183; ἄλλον τρόπον τῇ πολιτείᾳ κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Hyp.Eux.28; φωνὴν δυναμένην ὄχλῳ χρῆσθαι Isoc.5.81; τῇ τραπέζῃ τῇ τοῦ πατρὸς ἐχρῆτο he had dealings with my father's bank, D.52.3; χ. τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς καιροῖς administer them, Isoc.6.50.
III experience, suffer, be subject to, esp. external events or conditions, δάμαρτος 'Ιππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος having experienced, Pi.N.4.58; κείμεθ' ἀγηράντῳ χρώμενοι εὐλογίῃ Simon.100.4; νιφετῷ Hdt.4.50; στίβῃ καὶ νιφετῷ Call.Epigr.33.3; χειμῶνι Antipho 5.21, D.18.194; λαίλαπι AP7.503 (Leon.); στυγεροῖς πνεύμασι Epigr. ap. D.S.13.41 (iv B. C.); ἀνάγκῃ Antipho 5.22; οἰκεῖα πράγματ' εἰσάγων, οἷς χρώμεθ', οἷς σύνεσμεν Ar.Ra.959; γυναικῶν τῶν τοῖς τόκοις χρωμένων πλείοσιν Arist.HA582a24; ἀπεψίαις χ. IG42(1).126.4 (Epid., ii A. D.); ἑκὼν.. οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ A.Ag.953; νόμοισι χ. live under laws, Hdt. 1.173,216, cf. IG9(1).334.19 (Locr., v B. C.); νόμοις τοῖς ἰδίοις Riv.Fil.58.472 (Gortyn, iii B. C.); ἀνομίᾳ X.Mem.1.2.24; γαλανείᾳ χρησάμενοι μανιάδων οἴστρων E.IA546 (lyr.); χ. εὐμαρείᾳ to be at ease, S.Tr.193 (but, ease oneself, Hdt.2.35); συντυχίῃ χ. Id.5.41; τύχῃ E.Heracl.714, And.1.67,120; πολλῇ εὐτυχίᾳ Pl.Men.72a; πολλῇ τῇ νίκῃ χρῆται, = παρὰ πολὺ νικᾷ, And.4.31; συμφορῇ κεχρημένος Hdt.1.42, cf. E.Med.347; τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς Hdt. 1.117; θείῃ πομπῇ χρεώμενος divinely sent, ib.62; of mental conditions present in the subject, τῷ χόλῳ χρέομαι I feel anger, Sophr. 126; λογισάμενος ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑποργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται Hdt.1.137; μὴ πάντα θυμῷ χρέο ib.155; ὀργῇ χρωμένη S.OT1241; ὀργῇ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω LXX Jb.10.17, cf. 19.11, al.; ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι ἀπέστησαν they stiffened their necks and.. Hdt.5.83; οἴησις γάρ, καὶ μάλιστα ἐν ἰητρικῇ, αἰτίην μὲντοῖσι κεχρημένοισιν, ὄλεθρον δὲ τοῖσι χρεωμένοισι ἐπιφέρει vanity brings blame on its possessor (or victim) and ruin on those who consult him, Hp Decent.4; πολλῇ ἀνοίᾳ χρώμενος Antipho 3.3.2; ἀμαθίᾳ πλέονι.. χρῆσθε Th.1.68; ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο Id.6.15; φθόνῳ καὶ διαβολῇ χ. Pl.Ap.18d; οὺ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀλλὰ τῇ τοῦ πατάξαντος χρησάμενος ἀπέθανεν Antipho 4.3.4; τοῖς ἁμαρτήμασι παραπλησίοις ἐχρήσαντο Isoc.8.104; μή τι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; 2 Ep.Cor.1.17.
2 with verbal nouns. periphrasis for the verb derived from the noun, ἀληθέϊ λόγῳ χ. use true speech, i.e. speak the truth, Hdt.1.14; ἀληθείῃ χ. ib.116, 7.101; βοῇ χ. set up a cry, Id.4.134; τοιούτῳ πράγματι οὐ κέχρησαι, = οὐδὲν τοιοῦτο ἔπραξας, Hyp.Eux.11; δαψιλέϊ τῷ ποτῷ (fort. πότῳ) χρησαμένους Hdt.2.121.δ'; ἐσόδῳ χρέο πυκνῶς visit often, Hp.Decent.13; ἡ σελήνη.. διὰ παντὸς τῇ ἴσῃ παραυξήσει καὶ μειώσει χρῆται Gem.18.16.
3 c. dupl. dat., use as so and so, τοῖς ἀγαθοῖσιν.. χ. πρὸς τὰ κακὰ ἀλκῇ Democr.173; μιᾷ πόλει ταύτῃ χ. Th.2.15; χ. τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ X.Mem.3.14.4.
4 χ. τισιν ἔς τι use for an end or purpose, Hdt.1.34; πρός τι X.Oec.11.13; ἐπί τι Id.Mem.1.2.9; ἀμφί or περί τι, Id.Oec.9.6, An.3.5.10; with neut. Adj. or Pron. as adverb, τάδε [τῷ ἀμφιβλήστρῳ] χ. makes the following use of the net, Hdt.2.95; χρέωνται οὐδὲν ἐλαίῳ Id.1.193; χρυσῷ καὶ χαλκῷ τὰ πάντα χρέωνται ib.215; λογισμῷ ἐλάχιστα χ., πλεῖστα ἀρετῇ χ., Th.2.11, 5.105; τί χρήσεταί ποτ' αὐτῷ; what use will he make of him? Ar.Ach.935, cf. X.An.1.3.18; χ. τἀνδρὶ τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις S.Tr.60; ἠπορούμην ὅ τι χρησαίμην τῇ τούτου παρανομίᾳ Lys.3.10.
b treat, deal with, παραδίδωμι χρᾶσθαι αὐτῷ τοῦτο ὅ τι σὺ βούλεαι Hdt.1.210, cf. Ar.Nu.439 (anap.; fort. delendum χρήσθων), Isoc.12.107; εἰ τύχοι (sc. γυνὴ) μὴ ἐπιτηδεία γενομένη, τί χρὴ τῇ συμφορᾷ χρῆσθαι; Antipho Soph.49; ἀπορέων ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι not knowing what to make of it, Hdt.7.213; ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο Pl.Prt. 321c; οὐκ ἂν ἔχοις ὅτι χρῷο σαυτῷ Id.Cri.45b; in elliptical phrases, τί οὖν χρησώμεθα; Id.Ly.213c; Θηβαίους ἔχοντες.. τί χρήσεσθε; D.8.74: c. dat. et acc. cogn., χρωμένους τῷ κτείναντι χρείαν ἣν ἂν ἐθέλωσι Pl.Lg.868b, cf. 785b, Clit.407e.
IV of persons, χρῆσθαί τινι ὡς.. treat him as... χ. τινὶ ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ Hdt.7.209; χ. [τισὶν] ὡς πολεμίοις, ὡς φίλοις καὶ πιστοῖς, treat as friends or enemies, regard them as such, Th.1.53, X.Cyr.4.2.8; so φιλικώτερον χρῆσθαί τισι Id.Mem.4.3.12; ὑβριστικῶς χ. τισί D.56.12; also without ὡς, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ A.Pr.324, cf. Heraclit.104; ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ E.Alc. 801; οὐ σφόδρα ἐχρώμην Αυκίνῳ φίλῳ Antipho 5.63; πλείστοις καὶ δεινοτάτοις ἐχροῖς χ. And.4.2; ἀσθενέσι χ. πολεμίοις X.Cyr.3.2.4.
b χρῆσθαί τινι (without φίλῳ) to be intimate with a man, X.Hier.5.2, Mem.4.8.11; χρῆσθαι καὶ συνεῖναί τισι And.1.49; ἀνάγκη, ὃς ἂν γένηται (sc. παῖς, son), τούτῳ χρῆσθαι one must put up with the son that is born, Democr.277: ἰητρῷ μὴ χρωμένους not consulting a doctor, Hp.de Arte5 (so c. dat. et acc., ἐσιέναι παρὰ βασιλέα μηδένα, δι' ἀγγέλων δὲ πάντα χρᾶσθαι (sc. αὐτῷ) deal with him in everything by messengers, Hdt.1.99); so Πλάτωνι, Ξενοφῶντι, χ. use, study their writings, Plu.2.79d: abs., οἱ χρώμενοι friends, X.Ages.11.13, Mem.2.6.5, Isoc.6.44.
2 especially of sexual intercourse, γυναιξὶ ἐχρᾶτο Hdt.2.181, cf. X.Mem.1.2.29, 2.1.30, Is.3.10, D.59.67.
3 χρῆσθαι ἑαυτῷ make use of oneself or make use of one's powers, with a part., οὐδ' ὑγιαίνοντι χρώμενος ἑαυτῷ Plu.Nic.17; αὑτῷ νήφοντι χ. Id.Eum.16: so with an Adv., χ. ἑαντῷ πρὸς τοὺς κινδύνους ἀφειδῶς Id.Alex.45; παρέχειν ἑαυτὸν ταῖς ἀρχαῖς χρῆσθαι place oneself at the disposal of another, X.Cyr.1.2.13, cf. 8.1.5.
V abs., or with Adv., χρῶνται Πέρσαι οὕτω so the Persians are wont to do, such is their custom. ib.4.3.23.
VI in later Gk. (τῷ μεγαλόφρονι should be read for τὸ μεγαλόφρον in X.Ages.11.11) c. acc. rei, χ. τὰ ἀπὸ λιμένων.. εἰς διοίκησιν τῆς πόλεως Arist.Oec.1350a7; [θησαυρὸν] χρησάμενοι (v.l. κτησάμενοι) LXX Wi.7.14; οἱ χρώμενοι τὸν κόσμον ὡς μὴ καταχρώμενοι 1 Ep.Cor.7.31; ἄνηθον μετ' ἐλαίου χρήσασθαι IG42(1).126.27 (Epid., ii A. D.); ὕδωρ χρῶ PTeb.273.28 (ii/iii A. D.):—for Hdt.1.99, v. supr. IV. 1b.
VII Pass., to be used, especially in aor., αἱ δὲ (sc. αἱ νέες) οὐκ ἐχρήσθησαν Hdt.7.144; τέως ἂν χρησθῇ so long as it be in use, D.21.16; [σιδήρου τοῦ] χρησθέντος εἰς τύλους Supp.Epigr.4.447.48 (Didyma, ii B. C.); Hsch. also has χρησθήσεται· χρησιμεύσει:—v. supr. A.11.
D for χρή, v. sub voc. (Origin and historical order of the forms and senses not clear: χρή and χρῄζω are cogn.)
German (Pape)
[Seite 1368] s. unter χράω.
French (Bailly abrégé)
v. χράω².
Russian (Dvoretsky)
χράομαι:
I ион. χρέομαι (impf. ἐχρώμην, fut. χρήσομαι, aor. ἐχρησάμην, pf. κέχρημαι; inf. χρῆσθαι - ион. χρᾶσθαι; aor. pass. ἐχρήσθην)
1 брать взаймы, занимать (τι Batr., Plut.): χ. ναῦς παρά τινος πρὸς τὸν πόλεμον Plut. взять у кого-л. взаймы корабли для ведения войны;
2 давать взаймы, одалживать (βιβλίον τινί Luc.);
3 пользоваться, употреблять, применять: τὴν ἐμπειρίαν τὴν περὶ τὸν πόλεμον χρήσασθαι Isocr. использовать опыт войны; χρήσασθαι τοῖς καιροῖς Isocr. использовать обстоятельства; παρέχειν ἑαυτὸν χ. τινι ὅ τι ἂν δέῃ Xen. отдавать кому-л. себя в полное распоряжение; χρείαν χ. πρὸς τὰ πολεμικά Plat. использовать для военных целей; ἄλλην χρείαν χ. τινι Plat. пользоваться чем-л. для иной цели; εἶχον οὐδὲν σφίσιν αὐτοῖς χρήσασθαι Thuc. они никак не могли себя самих использовать, т. е. не знали, как им быть; χ. τινι πάντα Plut. пользоваться кем-л. для всевозможных поручений; ἕως ἂν χρησθῇ Dem. пока (одежда) находится в употреблении; νόμοισι χ. κεχωρισμένοισι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Her. следовать обычаям, непохожим на обычаи других людей; τῷ (νόμῳ) κειμένῳ χ. Thuc. следовать установленному закону; τῷ νόμῳ χρήσασθαι Thuc. поступить по всей строгости закона; τινὶ χ. διδασκάλῳ Aesch. учиться у кого-л.; ἀρετῇ χ. Thuc. следовать велениям добродетели; κόμπῳ χ. Plut. кичиться; χ. δόλῳ Plut. употреблять хитрость; χ. ἀπειλαῖς Plut. пускать в ход угрозы; νυκτὶ ὅσαπερ ἡμέρᾳ χ. Xen. работать ночью так же, как и днем; οὐ χ. τῇ ἀποκρίσει Plat. не уловить смысла ответа; τοῖσι πατρίοισι χ. θεοῖσι Her. чтить отечественных богов; χρήσασθαι τῷ θεῷ Plut. обратиться за советом к (дельфийскому) богу; ἵππῳ χ. Xen., Plut.; управлять конем, т. е. ездить верхом; μηδ᾽ ἰχθύσι χ. Plut. не есть рыбы; χ. χειρί Soph., Her.; действовать рукой, т. е. наносить удары, бить; νιφετῷ πάντα χρέεται Her. все покрыто снегом; οὐ ποδὶ χρησίμῳ χ. Soph. не быть в состоянии благополучно выбраться; σώματι πονεῖν μὴ δυναμένῳ χ. Plut. быть нетрудоспособным; ἀτεράμονι χ. φύσει Plat. обладать неподатливым характером; χ. βοῇ Her. и κραυγῇ Plut. испускать крик; ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ Her. говоря по правде; τιμαῖσιν δαιμόνων χ. Eur. воздавать почести божествам; λόγῳ χρῶ τοιῷδε Soph. скажи (им) вот что; ἔχεις τι χ. τῷ λόγῳ; Plat. есть у тебя, что сказать (возразить)?; παρρησίᾳ χ. πρός τινα Plut. напрямик заявить кому-л.; πολλῇ εὐτυχίᾳ κεχρῆσθαι Plat. оказаться чрезвычайно счастливым; τῷ κακῷ χ. Eur., Plut.; быть несчастным, но χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς Eur. используй, если можешь, мои несчастья; συμφορῇ κεχρημένος Her. испытав несчастье; πολέμῳ χ. Xen. вести войну; γαλανείᾳ χ. μαινομένων οἴστρων Eur. быть свободным от безумных страстей; θείῃ πομπῇ χ. Her. быть движимым божественным побуждением; ὀξείᾳ καὶ συντόνῳ χ. τῇ πορείᾳ Plut. идти форсированным маршем;
4 предаваться (чему-л.), заниматься: θαλάσσῃ χ. Thuc., Xen., Plut.; плавать по морю, заниматься мореплаванием; θυμῷ или ὀργῇ χ. Her. предаваться гневу; γεωργίᾳ χ. Xen. заниматься земледелием; ἐμπορίᾳ χ. Plut. вести торговлю; φρεσὶ χ. ἀγαθῇσι Hom. быть благородного образа мыслей; οἴνῳ χ. Plut. предаваться пьянству; χ. μόρῳ Her. умереть;
5 поступать, обращаться: τί βούλεται ἡμῖν χ.; Xen. как хочет он поступить с нами?; χ. ὡς πολεμίοις Thuc. обращаться как с врагами; φιλικώτερόν τινι ἢ τοῖς ἄλλοις χ. Xen. обращаться с кем-л. дружелюбнее, чем с другими; εὐγνωμόνως χ. ἑαυτῷ Xen. поступать, как подобает порядочному человеку;
6 общаться: χ. τοῖς ἀνθρώποις Plat. общаться с людьми; χ. τὰ μάλιστα Her. находиться в тесном общении, дружить; Πλάτωνι καὶ Ξενοφῶντι χ. Plut. изучать Платона и Ксенофонта; ἀσθενέσι χ. πολεμίοις Xen. иметь дело со слабым противником; ὁμιλίαις ταῖς κακαῖς κεχρῆσθαι Plat. попасть в дурное общество;
7 находиться в близкой связи, иметь физические сношения (γυναικί Her., Xen., Dem., Plut.);
8 предпринимать, делать (τί οὖν δὴ χρησώμεθα; Plat.): τί χρήσεσθε καὶ τί δεῖ ποιεῖν; Dem. что вы предпримете, и что следует делать?; ἠπόρει ὅ τι χρήσαιτο Plat. он стал недоумевать, что ему делать; χ. τοῖς ἁμαρτήμασι Isocr. впадать в ошибки.
II med. к χράω III.
Greek (Liddell-Scott)
χράομαι: ἴδε χράω Γ.
English (Autenrieth)
part. χρεώμενος, perf. part. κεχρημένος, plup. κέχρητο: have use or need of; ‘according to his need,’ Il. 23.834; κεχρημένος, ‘desiring,’ Il. 19.262; as adj., ‘needy,’ Od. 17.347; plup., φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσιν, ‘had,’ Od. 3.266.
English (Strong)
middle voice of a primary verb (perhaps rather from χείρ, to handle); to furnish what is needed; (give an oracle, "graze" (touch slightly), light upon, etc.), i.e. (by implication) to employ or (by extension) to act towards one in a given manner: entreat, use. Compare χράω; χρή.
English (Thayer)
. χρωμαι; imperfect 3rd person plural ἐχρῶντο; 1st aorist ἐχρησάμην; perfect κέχρημαι (G L T Tr WH); from Homer down; (middle of χράω (thought to be allied by metathesis with χείρ (cf. Curtius, § 189)), 'to grant a loan', 'to lend' (but cf. Liddell and Scott, under the word; they regard the radical sense as 'to furnish what is needful'); hence)
1. properly, to receive a loan; to borrow.
2. to take for one's use; to use: τίνι (Winer's Grammar, § 31,1i.), to make use of a thing, τῷ κόσμῳ, the good things of this world, R G (see below); μᾶλλον χρῆσαι, namely, the opportunity of becoming free, τῷ κληθῆναι δοῦλον (see references under the word εἰ, III:6a.)). contrary to the regular usage of classical Greek with an accusative: τόν κόσμον, L T Tr WH; see Meyer at the passage; Buttmann, § 133,18; Winer's Grammar, as above; (also in Aristotle, oecon. 2,22, p. 1350{a}, 7)). with the dative of a virtue or vice describing the mode of thinking or acting: τῇ ἐλαφρίᾳ (R. V. 'show fickleness'), πολλή παρρησία, Herodotus down, see Passow, ii., p. 2497b; (Liddell and Scott, under the word, II. a.)). with adverbs (see Passow, ii., p. 2497{a}; (Liddell and Scott, under the word, IV.)): ἀποτόμως, to deal sharply, use sharpness, τίνι, to bear oneself toward, to deal with, treat, one (often so in Greek writings; see Passow, ii., p. 2496{b}; (Liddell and Scott, under the word, III:1,2)), Acts 27:3.
Greek Monotonic
χράομαι: χρησιμοποιώ, βλ. χράω Γ.
Middle Liddell
[Dep.]
I. from the sense of consulting or using an oracle (v. χράω3 ) comes the common sense to use, Lat. uti, Il., etc.; φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῆισι he was endowed with a good heart, Od.: c. dat., χρῆσθαι ἀργυρίωι to have money to use for a purpose, use it thereon, Plat.; χρ. ναυτιλίηισι, θαλάσσηι Hdt., Thuc.
2. in various relations, ὀργῆι or θυμῶι χρῆσθαι to indulge one's anger, give vent to it, Hdt.
b. of external things, to experience, suffer, be subject to, νιφετῶι Hdt.; χρ. γαληνείαι to have fair weather, Eur.; ὁμολογίαι χπ. to come to an agreement, Hdt.; ζυγῶι χρ. δουλίωι to become a slave, Aesch.; συμφορῆι, συντυχίηι, εὐτυχίηι χρ., Lat. uti fortuna mala, prospera, Hdt., etc.; νόμοις χρ. to live under laws, Eur.; χρ. ἀνομίαι Xen., etc.:—in many cases, χρῆσθαι merely paraphrases the Verb cognate to its dat., μόρωι χρ. i. e. to die, Hdt.; ὠνῆι καὶ πράσει χρ. = ὠνεῖσθαι καὶ πιπράσκειν, to buy and sell, Hdt.; χρ. δρασμῶι = διδράσκειν, Aeschin.; χρ. φωνῆι = φωνεῖν, διαβολῆι χρ. = διαβάλλεσθαι etc., Plat.
c. χρῆσθαί τινι εἴς τι to use for an end or purpose, Hdt., Xen., etc.; ἐπί τι or πρός τι Xen.;—also with neut. adj. as adv., χρ. τινι ὅ τι βούλεταί τις to make what use one likes of him, Hdt.; ἀπορέων ὅ τι χρήσεται not knowing what to make of it, Hdt.; τί χρήσομαι τούτωι; what use shall I make of him? Ar.; οὐκ ἂν ἔχοις ὅ τι χρῶιο σαυτῶι Plat.
3. of persons, χρῆσθαί τινι, with an adv. of manner, to treat him so and so, χρῆσθαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστηι Hdt.; χρῆσθαί τινι ὡς φίλωι Thuc.; also, φιλικῶς χρῆσθαί τινι Xen.; but ὡς is often omitted, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλωι Aesch., etc.:—also, χρῆσθαί τινι (without φίλωι) like Lat. uti for uti familiariter, to be intimate with a man, Xen.:—absol., οἱ χρώμενοι friends, Xen.
4. χρῆσθαι ἑαυτῶι to make use of one's powers, Plat.; also, παρέχειν ἑαυτόν τινι χρῆσθαι to place oneself at the disposal of another, Xen.
5. absol., or with an adv., οὕτω χρῶνται οἱ Πέρσαι so the Persians are wont to do, such is their custom, Xen.
6. perf. κέχρημαι (in pres. sense), to be in need or want of, to yearn after, c. gen., Hom., Soph., Eur.:—part. κεχρημένος used as an adj., needy, in need, poor, Od., Hes., Eur.
7. the perf. appears as a strengthened pres., to have in use, and so to have, possess, φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῆισι Od.
8. aor1 pass. χρησθῆναι, to be used, αἱ νέες οὐκ ἐχρήσθησαν Hdt.; ἕως ἂν χρησθῆι so long as it be in use, Dem.
IV. for χρή, v. sub voc.
Chinese
原文音譯:cr£omai 赫拉哦買
詞類次數:動詞(11)
原文字根:用 相當於: (עָבַד)
字義溯源:供應一切所需,對待*,享用,用,用過,使用,自由,使用自由,僱用,行事,行為,態度,就用;或源自(χείρ)=手*,處理)
同源字:1) (ἀπόχρησις)消耗 2) (ἀχρειόω)變為無用 3) (καταχράομαι / παραχράομαι)濫用 4) (συγχράομαι)同用 5) (χόρτος)對待 6) (χρήσιμος)適用的 7) (χρῆσις)用處 8) (χρηστεύομαι)表現自己的用處
出現次數:總共(11);徒(2);林前(4);林後(3);提前(2)
譯字彙編:
1) 使用(1) 提前1:8;
2) 用(1) 提前5:23;
3) 我們⋯使用(1) 林前9:12;
4) 我們⋯就用(1) 林後3:12;
5) 對待(1) 林後13:10;
6) 我行事(1) 林後1:17;
7) 他們用(1) 徒27:17;
8) 使用自由(1) 林前7:21;
9) 享用(1) 林前7:31;
10) 用過(1) 林前9:15;
11) 待(1) 徒27:3
Mantoulidis Etymological
ἤ χρήομαι (=χρῶμαι =μεταχειρίζομαι). Γιά τό χράω (3) ρίζα ϝρα- ἤ ϝρε- ἤ ἡ ριζική σημ. τοῦ χρή (=νά δίνει κανείς ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο). Ἡ ἴδια ρίζα καί γιά τό χρήομαι χρῶμαι. Παράγωγα τοῦ χρήω-ῶ (3): χρησμός, χρησμολόγος, χρησμῳδός, χρησμῳδία, χρησμῳδῶ, χρηστήρ, χρηστηριάζω (=προφητεύω), χρηστήριον (=μαντεῖο), χρηστήριος (=μαντικός), χρήστης (=προφήτης), Πυθοχρήστης, Πυθόχρηστος, χρήστωρ, ἀποχρῶν (=ἀρκετός, σοβαρός), ἀποχρώντως (=ἀρκετά), χρῄζω (=χρησμοδοτῶ), χρεών, χρή. Παράγωγα τοῦ χρήομαι χρῶμαι: χρεία (=χρήση, κέρδος, ἀνάγκη), χρέος, χρεώ -χρειώ (=ἀνάγκη), χρεωστῶ, χρεώστης, χρῄζω (=ἔχω ἀνάγκη), ἀχρεῖος, χρῆμα (=πράγμα, ὑπόθεση, λεφτά), χρηματίζω, χρήσιμος, χρησιμότης, χρησιμεύω, χρῆσις, κατάχρησις, χρηστέον, καταχρηστέον, προσχρηστέον, χρήστης (=αὐτός πού δανείζεται, ὀφειλέτης), χρηστικός, καταχρηστικός, χρηστήριος (=χρήσιμος), χρηστός (=ὠφέλιμος, καλός, γενναῖος), χρηστότης (=καλοσύνη, τιμιότητα), ἄχρηστος, δύσχρηστος, εὔχρηστος, πάγχρηστος.