σχοινοβάτης

Revision as of 08:07, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Glossaria; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.

Wikipedia EN

Rope-dancers were famous among ancient Greeks and Romans. The Greeks called a rope-dancer/rope-walker as schoenobates (σχοινοβάτης) and kalobates (καλοβάτης) and the Romans, funambulus. In Herculaneum there are a series of paintings representing rope-dancing. Germanicus and the emperor Galba even attempted to exhibit elephants walking on the rope.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.

Greek Monotonic

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.

Middle Liddell

σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σχοῖνος (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + βαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σχοῖνος: σχοίνινος, σχοινίον, σχοινίζω (=καθαρίζω με ὀδοντογλυφίδα), σχοίνισμα (=μέρος γῆς, μερίδιο), σχοινισμός.

Translations

tightrope walker

Armenian: լարախաղաց, փահլևան, քյանդրբազ; Belarusian: канатаходзец; Bulgarian: въжеиграч; Catalan: funambulista, funàmbul; Chinese Mandarin: 走繩索的人/走绳索的人; Dutch: koorddanser; English: funambulist, rope climber, rope dancer, rope-climber, ropedancer, rope-dancer, tightrope walker; Finnish: nuorallatanssija, nuorallakävelijä; French: funambule; German: Seiltänzer, Seiltänzerin; Greek: σχοινοβάτης, σχοινοβάτισσα; Ancient Greek: αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, νευροβάτης, ὀρχηστήρ, ὀρχηστής, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος; Hungarian: légtornász, kötéltáncos; Indonesian: pejalan tali; Italian: funambolo; Japanese: 綱渡り師; Kazakh: даршы; Kyrgyz: дарчы; Latin: funambulus, schoenobates; Polish: linoskoczek; Portuguese: funâmbulo; Romanian: funambul, funambulă; Russian: канатоходец, канатоходка, эквилибрист, балансёр; Spanish: funámbulo, volatinero; Swedish: lindansare; Turkish: ip cambazı; Turkmen: darbaz; Ukrainian: канатоходець; Uyghur: ⁧دارۋاز⁩; Uzbek: dorboz; Volapük: jainadanüdan, jainahidanüdan, jainajidanüdan