μεταπηδάω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A leap from one place to another, hop or spring about, ἀπ' ἄλλου πρὸς ἕτερον ἀκρεμόνα Agatharch.51, cf. Luc.Gall.1, Syr.D. 36, Gal.UP10.12: metaph., S.E.M.9.97. II leap among, τισι App.Hann.23.
German (Pape)
[Seite 152] umspringen, von einem Orte fort nach einem andern hinspringen; S. Emp. adv. phys. 1, 97; Luc. Gall. 1; – nachspringen, App. Hann. 23.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπηδάω: πηδῶ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τόπου εἰς τὸν ἕτερον, πηδῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 1, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 36. ΙΙ. πηδῶ μεταξύ, τισι Ἀππ. Ἀννιβαλικ. 23.