ὀσμύλη
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A a strong-smelling musky octopus, Eledone cirrosa, Arist.Fr.305:
German (Pape)
[Seite 396] ἡ, ein starkriechender Meerpolyp, Arist. bei Ath. VII, 318 d; auch ὀσμύλος, ὄζαινα genannt, Arist. H. A. 4, 1. Vgl. ὀσμύλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμύλη: ἡ, θαλάσσιος πολύπους ἔχων ἰσχυρὰν ὀσμήν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 288· ὡσαύτως ὀσμύλος, ὁ, αὐτόθι, Αἰλ. π. Ζ. 5. 44, Ὀππ. Ἁλ. 1. 307, 310· πρβλ. ὄζαινα, βολβίδιον.