δειλιάω
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
to be afraid, LXX De.1.28, al., D.S.20.78, Paul.Aeg.3.76. (Later Gr. for ἀποδειλιάω.)
Spanish (DGE)
I intr.
1 tener miedo, asustarse πᾶσα ψυχὴ ἀνθρώπου δειλιάσει LXX Is.13.7, ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω Eu.Io.14.27, τὴν μὲν δειλιῶσαν παρορμᾶν animar a la que tiene miedo Paul.Aeg.3.76.2, cf. Ezech.267, Ps.Callisth.1.7B, 2.9B, 2.5Γ, Aesop.49, 296.60d, Aët.7.62, Sophon.in de An.45.3, Sch.A.Th.35b, en correlación c. φοβέομαι LXX De.1.21, Io.1.9, Si.34.14, cf. Gr.Nyss.Eun.1.81, Mac.Aeg.Serm.B 50.4.12, c. giro prep. ἀπὸ τίνος δειλιάσω; ¿ante quién tendré miedo? LXX Ps.26.1, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν LXX Ps.103.7, πρὸς τὸν χωρισμὸν τῆς ζωῆς Gr.Nyss.V.Macr.395.23.
2 fig. tener inquietud por algo, dolerse c. giro prep. καὶ τίς δειλιάσει ἐπὶ σοί; ¿quién se dolerá por tí (Jerusalén)? LXX Ie.15.5.
II tr. temer μὴ δειλιᾶν τὴν ... ἔφοδον no temer el ataque LXX 2Ma.15.8, σου ... τὴν ὠμότητα Gr.Nyss.Mart.2.165.26, c. inf. δειλιῶμεν αὐτῷ συμβαλεῖν Demad.84, οὐ δειλιάσω σοι τὴν ἀλήθειαν εἰπεῖν A.Al.9.6.4.
German (Pape)
[Seite 537] furchtsam sein, D. Sic. 20, 78, vgl. ἀποδειλιάω.
French (Bailly abrégé)
δειλιῶ :
f. δειλιάσω;
être effrayé;
NT: être craintif.
Étymologie: δειλία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειλιάω [δειλία] de moed verliezen, bang zijn.
Russian (Dvoretsky)
δειλιάω: быть робким, трусить Diod.
English (Strong)
from δειλία; to be timid: be afraid.
English (Thayer)
δειλιω; (δειλία, which see); to be timid, fearful: Sept.; Diodorus 20,78. The Greeks prefer the compound ἀποδειλιω.)
Greek Monotonic
δειλιάω: φοβάμαι, δειλιάζω, λιποψυχώ.
Greek (Liddell-Scott)
δειλιάω: φοβοῦμαι, Διόδ. 20. 78· συνηθέστερον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδειλ-.
Middle Liddell
to be afraid.
Chinese
原文音譯:deili£w 得利阿哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:畏懼
字義溯源:膽怯,膽小,懼怕;源自(δειλία)=膽怯);而 (δειλία)出自(δειλός)=膽怯的), (δειλός)出自(δέομαι)X*=畏懼)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 膽怯(1) 約14:27