καλλωπίστρια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of καλλωπιστής, Muson.Fr.3p.10H., Plu.2.140c.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, iem. zu καλλωπιστής, die auf Putz bedacht ist, Plut. conj. praec. p. 415.
Greek (Liddell-Scott)
καλλωπίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ καλλωπιστής, Πλούτ. 2. 140Β.