ἁμαρτωλή
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ἡ,
A = ἁμαρτία, Thgn.327, Rhian.1.12; ἁ. διαίτης Aret. CD1.6.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, Fehler, Vergehen, Theogn. 325 u. öfter; Rhian. 1. νόοιο.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτωλή: ἡ, = ἁμαρτία, Θέογν. 327, Ριανὸς (1. 12) παρὰ Στοβ. 54. 19· ἁμ. διαίτης, Ἀρεταῖ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.