ἀξίωσις
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
gen. εως, Ion. ιος, ἡ,
A thinking worthy, τῆς ἀξιώσιος εἵνεκα τῆς ἐμεῦ γῆμαι for your deeming it fit to marry from my family, Hdt.6.130. 2 being thought worthy, one's reputation, character, διὰ τὴν προϋπάρχουσαν ἀ. Th.1.138, cf. 6.54; τὴν ἀ. μὴ ἀφανίζειν Id.2.61; excellence, τῶν ποιημάτων D.H.Comp.4. 3 dignity, rank, Id.6.71, al., App.BC1.79; λοχαγοῦ τάξις καὶ ἀ. Arr.Tact.12.4. 4 dignity of style, D.H.Comp. 18. II demand, claim, on grounds of merit (opp. χρεία, on grounds of necessity), Th.1.37; ἀ. χάριτος ib.41, cf. Plb.1.67.10, PRyl.120.17 (ii A. D.), etc.; generally, request, ἐχθροῦ δεηθέντος μὴ ἀποστραφῇς τὴν ἀ. Epicur.Fr.215. b petition, ἀ. ἔγγραφος Plu. Demetr.42; = libellus, D.C.60.30. III opinion, principle, maxim, τὴν ἀ. ταύτην εἰλήφεσαν . . Th.2.88, cf. Aeschin.3.220. IV ἀ. τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα the established meaning of words, Th.3.82.
German (Pape)
[Seite 271] ἡ, 1) die Würdigung, Her. 6, 133; übh. wie ἀξίωμα, Würde, Ansehen, Thuc. 2, 65; μορφῆς ἀξιώσει βασιλικός Dion. Hal. 1, 58; die Meinung, Thuc. 3, 9; ἀξίωσιν λαβεῖν, eine Meinung fassen, 2, 88. – 2) Bitte, Thuc. 1, 37. 41; Pol. 1, 67 u. öfter; ἀξ. ἔγγραφος, schriftliches Gesuch, Plut. Demetr. 42. – 3) die Geltung od. Bedeutung eines Wortes, ὀνόματος Thuc. 3, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξίωσις: γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ, (ἀξιόω), τὸ θεωρεῖν τι ἄξιον, καλόν, τῆς ἀξιώσιος εἵνεκεν τῆς ἐξ ἐμεῦ γῆμαι, ἕνεκα τοῦ ὅτι νομίζεις ἄξιον νὰ λάβῃς γυναῖκα ἐκ τῆς ἐμῆς οἰκογενείας, Ἡρόδ. 6. 130. 2) τὸ νὰ θεωρῆταί τις ἄξιος, ἡ ὑπόληψις, ὁ χαρακτήρ τινος, διὰ τὴν προϋπάρχουσαν ἀξ. Θουκ. 1. 138· τὴν ἀξ. μὴ ἀφανίζειν ὁ αὐτ. 2. 61: ἡ πραγματικὴ ἀξία πράγματός τινος, τὸ ἔξοχον, ἡ ὑπεροχή, Schäf Διον. π. Συνθέσ. σ. 54. ΙΙ. ἀπαίτησις, ἀξίωσις βασιζομένη ἐπὶ λόγων ἀξίας (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴ χρεία, ἥτις στηρίζεται ἐπὶ λόγων ἀνάγκης), Θουκ. 1. 37· ἀξ. χάριτος αὐτ. 41, πρβλ. Πολύβ. 1. 67, 10, κτλ.· ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξ. Θουκ. 6. 54. ΙΙΙ. τὸ νομίζειν καλόν, γνώμη, ἀρχή, ἀξίωμα, τὴν ἀξ. ταύτην εἰλήφεσαν ὁ αὐτ. 2. 88· πρβλ. Αἰσχίν. 85. 17. IV. καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξεν τῇ δικαιώσει «καὶ τὴν ἀνέκαθεν συνήθη σημασίαν τῶν λέξεων μετέβαλον ἐν τοῖς ἔργοις τῆς στάσεως, ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς δίκαιον πρὸς τὸ ἴδιον πάθος (Δούκας) Θουκ. 3. 82.