φρικιάω
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
(φρίξ)
A like φρικάζω, shudder, shiver, esp. from ague, Cass.Pr.53.
German (Pape)
[Seite 1306] schaudern, besonders Fieberschauer haben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκιάω: (φρὶξ) ὡς τὸ φρικάζω, ἀνατριχιάζω, τρεμουλιάζω, μάλιστα ἐκ ῥίγους, ἤρξατο φρικιᾶν καὶ πυρέσσειν Ἰω. Μοσχοπ. Λειμ. 1058Α, κλπ.