ἐγκατέχω
English (LSJ)
A contain within, σῶμα κόρης . . τύμβος ὅδ' ἐ. IG12(8).609.2; retain, Sor.1.46, Ruf. ap. Orib.8.24.8:—Pass., to be contained, Plu.2.691f; esp. to be confined in a temple, UPZ6.8 (ii B.C.). II Pass., to be owned or possessed, PFlor.97.3 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἔχω), darin festhalten; zurück-, abhalten, Plut. Symp. 6, 6, 2 im pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατέχω: περιέχω ἐντός, περικλείω, σῶμα κόρης... τύμβος ὅδ’ ἐγκ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 324. 2. ― Παθ., ἐμπεριέχομαι, περικλείομαι, Πλούτ. 2. 691F.