ἀμφίνοος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A looking at both sides, Δημόκριτος Timo46.
German (Pape)
[Seite 141] von zwei Seiten überlegend, bedachtsam, λέσχης heißt Demokrit bei Tim. Phlias. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίνοος: -ον, ὁ νοῶν τι ἀμφοτέρωθεν, ὅ ἐ. ἀγχίνους, συνετός, πολύτροπος, Δημόκριτον… ἀμφίνοον λέσχην Τίμων παρὰ Δ. Λαερτ. ΙΧ. 40.