σωφρόνισις
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
German (Pape)
[Seite 1062] ἡ, Witzigung, Besserung, dah. Züchtigung, Bestrafung, Sp., wie App.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρόνῐσις: ἡ, τιμωρία, κόλασις, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. παρ’ Ἀππ. ἐν Καρχήδ. 78.