ἀναβιόω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
A ἀναβιοῖ Arist.Mir.832b6 (but ἀναβιώσκομαι (q. v.) is the common pres.): aor. 2 ἀνεβίων (v. infr.), ἀνεβίουν Luc.Hist.Conscr. 40; later aor. 1 ἀνεβίωσα Arist.HA587a24, Thphr.HP4.14.12: also aor. Med. ἀναβιώσασθαι Lib.Or.12.50: pf. ἀναβεβίωκα E.ap. Phot.p.107 R., Luc.<*>:—come to life again, <*> Ar.Ra.177; ἐπειδὴ ἀνεβιω And.1.125; ἀναβιοὺς ἐλεγεν Pl.R.614b:— also Med., ἀναβιοῦσθαι Plu.2.377b.
German (Pape)
[Seite 181] (s. βιόω), 1) wieder aufleben, praes. nur Schol. Pind. P. 3, 96; bes. aor. II. ἀνεβίων, Plat. Rep. X, 614 b; Ar. Ran. 177 u. sonst. – 2) aor. I. med., wieder beleben, αὐτὸν ἀναβιώσασθαι Plat. Phaed. 89 b; Crates bei B. A. 395; auch ἀνεβίωσα, Palaeph. 41, wie Plut. prof. virt. sent. p. 267, wo auch ἀναβεβίωκα steht, beides intrans.; ἀναβιώσεις Ael. N. A. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβιόω: ἀναβιοῖ, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 29 (ἀλλὰ ἀναβιώσκομαι εἶναι ὁ κοινὸς ἐνεστώς): μέλλ. ἀναβιώσομαι: ἀόρ. βϳ ἀνεβίων (.ιδε κατωτέρ.) ἀνεβίουν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 40: ἀόρ. αϳ ἀνεβίωσα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 12: πρκμ. ἀναβεβίωκα Πλούτ. 2. 85D· ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ζωήν, ἀναζῶ, ἀναβιῴην νῦν πάλιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 177· ἐπειδὴ ἀνεβίω Ἀνδοκ. 16. 27· ἀναβιοὺς ἔλεγεν Πλάτ. Πολ. 614B.