διφρεύω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
A drive a chariot, E.Andr.108 (eleg.), Heraclit.Incred.22. 2 c.acc., drive over, δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr.1010 (lyr.); νὺξ . . νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr.114. 3 c. acc. cogn., αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος . . κατ' αἰθέρα Id.Supp.991 (lyr.); ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33. 4 = διακαθίζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] auf dem Wagen fahren, Eur. Andr. 108 u. öfter. Auch trans., befahren, αἰθέρος νῶτα Ar. Thesm. 1067, parodirt aus Eur., der τίν' αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος sagt, Suppl. 991; vgl. Archestr. bei Ath. VII, 326 b.
Greek (Liddell-Scott)
διφρεύω: (δίφρος) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., διατρέχω ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον πέλαγος αὐτόθι 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.