ἔπω
From LSJ
English (LSJ)
A say, call, name, ἤν Πέρσειον ἔπουσιν Nic.Al.429, cf. 490, Th. 508. (Prob. invented by Nic., as pres. of εἶπον.)
German (Pape)
[Seite 1013] sagen, nur noch ἔπουσι, bei Nic. Al. 429. 490 Th. 508. 738. Vgl. εἶπον.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπω: λέγω· ἴδε εἶπον. (Ἐκ √FΕΠ παράγονται ὡσαύτως τὸ ἔπος (γραφόμενον Fεπος ἐν παλαιᾷ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 3), ἐFεῖπον, εἶπον, ἐνέπω, ὄψ. ἀλλ’ οὐχὶ τὸ ἔσπον, ἐνέπω, ἐνίσπον, ἵσκε· πρβλ. Σανσκρ. vak, vivakmi (dico, voco), vâk (vox)· Λατ. voco, κτλ. Παλαιο- Ὑψηλ. Γερμ. wahan, gewahnian (νεώτ. Γερμ. erwähnen).