σανιδόω
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A board over, Supp.Epigr. 4.449.22 (Didyma, ii B.C.); σεσανιδωμένον πλοῖον decked vessel, PLond.3.1164h7 (iii A.D.), cf. Ath.Mech.22.9 (Pass.), Sch.Th. 1.10.
German (Pape)
[Seite 861] mit Brettern bedecken, mit einem Verdecke versehen, πλοῖα σεσανιδωμένα, Schol. Thuc. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδόω: (σανὶς) καλύπτω μὲ σανίδας, στρώνω μὲ σανίδια, σεσανιδωμένα πλοῖα, ἔχοντα κατάστρωμα, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀθηναίων. π. Μηχαν. 6Α,