δυσεκπέρατος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v. l. δυσεκπέραντος).
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v. l. δυσεκπέραντος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.