μονοτράπεζος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A at a solitary or separate table, ξένια E.IT949.
German (Pape)
[Seite 205] allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.
Greek (Liddell-Scott)
μονοτράπεζος: -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.