die

From LSJ
Revision as of 07:18, 15 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκψύχω, ἐναποθνῄκω" to "ἐκψύχω")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for die - Opens in new window

substantive

See dice.

the die is cast: P. ἀνέρριπται κύβος (late).

stamp: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, Ar. κόμμα, τό.

verb intransitive

Ar. and P. ἀποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, ἀπαλλάσσεσθαι (with or without βίου), ἐκλείπω

be dead: ἀπογίγνομαι, Att. ἀπογίνομαι, ἀπογενέσθαι

ἐκλείπειν, ἐκλείπειν βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν (2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.), φθίνειν, καταφθίνειν, ἀποφθίνειν.

be killed: P. and V. ἀπόλλυσθαι, διαφθείρεσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι.

fall in battle: V. πίπτειν.

die for: V. προθνήσκειν (gen.), ὑπερθνήσκειν (gen.), P. προαποθνήσκειν ὑπέρ (gen.), ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ (gen.).

die in or die upon: P. ἐναποθνήσκειν (dat. or absol.), V. ἐνθνήσκειν (dat. or absol.).

die in return: P. ἀνταποθνήσκειν, V. ἀνταπόλλυσθαι.

die out: of a family, Ar. and P. ἐξερημοῦσθαι; generally, P. and V. ἐξίτηλος γίγνεσθαι (Isocrates).

die together: V. συνθνήσκειν.

die with: P. συναποθνήσκειν (absol.), συναπόλλυσθαι (absol.), Ar. and V. συνθνήσκειν (dat.), V. συνόλλυσθαι (dat.), συνεκπνεῖν (dat.).

die a lingering death: P. δυσθανατεῖν.

dying a lingering death: V. δυσθνήσκων.

Latin > French (Gaffiot 2016)

dĭē, gén. et dat., v. dies.

Dutch > Greek

στερητέος, συγκαλυπτέος, συλληπτέος, ψυκτέος