ἀπόγονος

From LSJ
Revision as of 13:56, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγονος Medium diacritics: ἀπόγονος Low diacritics: απόγονος Capitals: ΑΠΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: apógonos Transliteration B: apogonos Transliteration C: apogonos Beta Code: a)po/gonos

English (LSJ)

ἀπόγονον,
A born or descended from, Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι has no descendant, Hdt.6.86.δ: in plural, descendants, Id.1.7, 4.148,al., Th.1.101; σαὶ.. ἀπόγονοι thy offspring, S.OC534 (lyr.): metaph., ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 (Hermes53.65); ἀ. τέταρτος, ἕβδομος Paus.4.15.32: fem. ἀπογόνη Milet.3 No.176.
II viable, Hp.Epid. 2.3.17.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀπύγονος IG 12(2).Suppl.7.2 (Mitilene)
I subst. hijo Hdt.6.86δ, σαὶ ... ἀπόγονοι tus hijas S.OC 534, καὶ οὗτος ἦν ἀπόγονος γιγάντων LXX 1Pa.20.6
descendiente gener. c. gen., Hdt.1.7, Μεμβλιάρεω ἀ. Hdt.4.148, cf. 150, τῶν παλαιῶν Μεσσηνίων Th.1.101, Χαλδαίων LXX Iu.5.6, τίνων ἦν ἀπόγονος cuál es su ascendencia Isoc.9.12, τοιούτων ἀνδρῶν D.21.148, cf. 43.76, Arist.EN 1097b12, IG l.c., de Ptolomeo SB 8545 A 4 (III a.C.), cf. Plb.4.35.14, Κρητῶν Plu.2.984a, FDE 2 b 12 (II d.C.), τοῦ Αἰνείου D.C.Epit.7.1.9, ἀ. τέταρτος descendiente en la cuarta generación Paus.4.15.3, cf. IP 8(3).10 (II d.C.)
bisnieto Νέρων ... θεοῦ Σεβαστοῦ ἀ. SIG 810.8 (Rodas I d.C.), cf. IM 183.4 (II d.C.).
II adj.
1 fig. producto, resultado ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 en Hermes 53.1918.65, τὰ νοσήματα (τοῦ ἠέρος) ἀπόγονα Hp.Flat.5 (var.), τὰ δὲ λοιπὰ ἐκ τῶν (τοῦ ἀέρος) ἀπογόνων Hippol.Haer.1.7.1 (= Anaximen.A 7).
2 viable de fetos de 7 y 9 meses τὰ τικτόμενα ἀπόγονα γίνεται Hp.Epid.2.3.17, 6.8.6.

German (Pape)

[Seite 299] abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; ὁ, der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von ἔκγονος, Sohn, unterschieden; ἀπόγονος τρίτος, Urenkel u. s. w.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né de, descendant.
Étymologie: ἀπογίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόγονος: II ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.
ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἢ καταγόμενος ἔκ τινος, ἀπόγονος ὡς καὶ νῦν, Λατ. oriundus, Γλαύκου νῦν οὔτε τι ἀπόγονόν ἐστι οὐδὲν οὔτ’ κτλ., οὔτε τι ὑπάρχει νῦν καταγόμενον ἀπ’ αὐτοῦ οὔτε κτλ., Ἡρόδ. 6. 86, 4· ἐν τῷ πληθ., ἀπόγονοι ὁ αὐτ. 1. 7., 4. 148, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 101· αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; τέκνα σου, ἐκ σοῦ γεννηθεῖσαι, (ὁ Jebb ἔχει: σαί τ’ εἴσ’ ἂρ’ ἀπόγονοι καί, καὶ ἄλλοι ἐκδόται ἄλλως) Σοφ. Ο. Κ. 534: - ἡ ἀπὸ τοῦ γεννήτορος ἀπόστασις ἐν κατιούσῃ τάξει διακρίνεται διὰ τακτικῶν ἀριθμ., πέμπτος ἀπόγονος αὐτοῦ Ἡρόδ. 7. 150. Θεοπόμπου δὲ Ἀρίστων ἀπόγονος ἕβδομος Παυσ. 4. 15, 3. Πρβλ. Ἀμμών, ἐν λέξει ἔκγονος.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόγονος, -ον) γόνος
αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον
νεοελλ.
οι απόγονοι
1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι
2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές.

Greek Monotonic

ἀπόγονος: -ον (ἀπογίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, απόγονος, Λατ. oriundus, σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· σαὶ ἀπόγονοι, οι απόγονοί σου, η φύτρα σου, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀπογίγνομαι
born or descended from, Lat. oriundus, Hdt.: in plural descendants, Hdt., Thuc.; ἀπόγονοι τεαί thy offspring, Soph.

English (Woodhouse)

lineal descendant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἀπόγειος
1 (=ὁ ἄνεμος πού πνέει ἀπό τήν ξηρά). Ἀπό τό ἀπό + γῆ.
2 Ἀπό τό ἀπογίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι.

Lexicon Thucydideum

posteri, descendants, posterity, 1.101.2.