βιόω

From LSJ
Revision as of 13:54, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐόω Medium diacritics: βιόω Low diacritics: βιόω Capitals: ΒΙΟΩ
Transliteration A: bióō Transliteration B: bioō Transliteration C: vioo Beta Code: bio/w

English (LSJ)

A βιοῖ Arist.HA558a20; βιοῦσι Democr.200, Arist.HA576b2; βιοῦν E.Fr.238, etc.; part. βιοῦντες Arist.HA566b24; subj. βιῶσι Emp.15.2: impf. ἐβίουν Hp.Epid.5.48: fut. βιώσομαι E.Alc. 784, Ar.Eq.699, Pl.R. 344e, Men.Pk.399; later βιώσω Id.Mon.270, App.BC4.119: aor. 1 ἐβίωσα Hdt.1.163, Pl.Phd. 113d, X.Oec.4.18, Arist.HA585a21; but in earlier writers aor. 2 is more used, ὀβίων Isoc.9.71, Is.3.1 codd.; 3sg. imper. βιώτω Il.8.429; subj. βιῶ Pl.Lg.872c; opt. βιῴην Id.Ti.89c, v.l. for βιοίη in Id.Grg.512c; inf. βιῶναι Il.10.174, Aeschin.3.174, etc.; part. βιούς Hdt.9.10, Th.2.53, al.: pf. βεβίωκα Isoc.15.27 and 28, Pl.Phd. 113d, etc.:—Med., βιόομαι Hdt.2.177, Arist.EN1180a17: for aor. Med. v. βιώσκομαι:—Pass., fut. βιωθήσομαι M.Ant.9.30: pf. βεβίωμαι (v. infr.).—In early writers pres. and impf. are mostly supplied by ζάω: Hom. has only aor. 2:—live, pass one's life (opp. ζάω, live, exist), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Il.15.511, cf. 10.174; ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω 8.429; βίον βιοῦν Pl.La.188a, etc.; β. παρανόμως, μετρίως, ἐνδόξως, D.22.24, Lys.16.3, Plu.2.145f: with neut. Pron., ἀπ' αὐτῶν ὧ αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι… from the very actions of his own life, D.18.130:—Pass., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα the actions of our life, ib.265, cf. Isoc.15.7, Lys.16.1; τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. D.22.53; τοιούτων ὄντων ἃ τῷ βδελυρῷ τούτῳ… βεβίωται Id.21.151; ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται Id.22.78; ὅ γε βεβιωμένος [βίος] Id.19.200; impers., βεβίωταί [μοι] I have lived, Lat. vixi, Cic.Att.12.2.2, 14.21.3: —Med. in act. sense, Hdt.2.177, Arist.EN1180a17.
2 survive, ἐβίω καυθείς Hp.Epid.5.16.—βιόμεσθα (as if from βίομαι) is found h.Ap.528 and 3pl. βίονται Orac. ap. Phleg.Mir.2, cf. βέομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: jón. pres. part. βιεῦντες Ps.Phoc.229; fut. βιώσομαι E.Alc.784, 2a plu. βώσεσθε A.R.1.685, tard. act. βιώσω App.BC 119, inf. βιωσέμεν Orph.L.630; aor. rad. ἐβίων Isoc.9.71, imperat. βιώτω Il.8.429, inf. βιῶναι Il.10.174, Hp.Epid.5.18; aor. sigm. ἐβίωσα Hdt.1.163, part. βιώοσα IGLS 9399 (imper.), en v. med. ἐβιώσαο Od.8.468, βιόσσαο Apollon.Lex.820; otras formas de fut. v. βέομαι
I intr., act. y med.
1 vivir, sobrevivir op. ‘morir’ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι Il.15.511, τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω Il.8.429, ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι Il.10.174, cf. Od.14.359, οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξεπίσταται τὴν αὔριον μέλλουσαν εἰ βιώσεται E.Alc.784, ὑπὲρ τὸν ἄτρακτον βιοῖ Luc.Philops.25, cf. E.Ep.5.64, Arist.HA 585a21, Orph.l.c.
esp. en medic. ἐγένετο ὑγιής, καὶ ἐβίω Hp.Epid.5.1, cf. 2, ὀκτάμηνον δὲ γενόμενον, οὐδὲν βιοῖ πώποτε si nace el octavo mes de ninguna manera sobrevive (el feto), Hp.Carn.19, ἐδόκεε δ' ἂν βιῶναι, εἰ ἠδύνατο πίνειν ὕδωρ Hp.Epid.5.18.
2 sólo act. vivir en forma temp. y limitada c. ac. int. o determ. que indican tiempo ἔτη Hp.Art.41, (ἔτεα) εἴκοσι καὶ ἑκατόν de Argantonio, Hdt.1.163, cf. Arist.HA 552b23, PMasp.2.3.4 (VI d.C.), ἡμέρας X.Mem.4.8.2, Hp.l.c., οὐ πουλὺν ... χρόνον Hp.Epid.6.8.32, Hdt.2.133, 9.10, Pl.R.615c, cf. 576b, Grg.481b, Isoc.15.27, μέχρι γήρως βιοῦντα Pl.Virt.378a, cf. Isoc.15.28, Arist.HA 552b23, Plb.7.7.3, LXX Ib.29.18, 1Ep.Petr.4.2, δὶς βιῶναι γάρ σε δεῖ Men.Th.1.4, ὃν (βίον) ποῦ βεβίωκας D.19.200
op. ‘vivir’ en un plano superior οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος Panyas.16.9, ὡς ὄφρα μέν τε βιῶσι, τὸ δὴ βίοτον καλέουσιν Emp.B 15.
3 vivir dependiendo del sustento y los medios económicos, c. ac. int. ὡς ἀεὶ βίον βιωσόμενοι de los avaros, Democr.B 227, cf. 200, Antipho Soph.B 53, S.OT 1488, εἰ μή σ' ἐκφάγω ... οὐδέποτε βιώσομαι Ar.Eq.699, cf. A.R.l.c.
vivir de ἀφ' ὧν ... βιώσονται Arist.Pol.1267b36.
4 c. determ. cualit. vivir, pasar la vida διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου Pl.Phdr.249a, μετὰ τῆς καλλίστης ... δόξης Plb.23.11.3, cf. Arist.EN 1177b27, Men.Pc.977
c. adv. ἡδέως E.Fr.238, cf. X.Mem.4.8.6, Epicur.Sent.[5]40, IGLS l.c.
c. connotaciones morales μετρίως Lys.16.3, παρανόμως D.22.24, αἱ ψυχαὶ τῶν εὖ βεβιωκότων Olymp.in Alc.16, βιοῖ γὰρ οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίον Men.Mon.105, cf. Chrysipp.Stoic.3.34, Plb.38.14.1, PFay.19.12 (II d.C.), Arr.Epict.4.1.49
en v. pas., Lys.16.1, τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα lo vivido por ti y por mí, nuestros actos D.18.265, cf. 130, 21.151, 22.53, βεβίωται se ha vivido, he gozado de la vida Cic.Att.238.2, cf. 375.3.
5 vivir, habitar de ciertos animales περὶ τὴν θάλασσαν Arist.HA 615a21, cf. App.BC 4.119.
II tr., en v. med. aor. sigm. dar la vida, salvar σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο κούρη Od.l.c., cf. Apollon.l.c.

German (Pape)

[Seite 446] das praes. erst bei Sp. häufig, fut. βιώσομαι, Sp. βιώσω, wie Luc. Nav. 26 D. L. 2, 68; aor. II. ἐβίων, βιῴην, βιῶναι, Hom. βιῶναι Iliad. 10, 174. 15, 511 Odyss. 14, 359, βιώτω Iliad. 8, 429; aor. I. ἐβίωσα bei Sp., nur die casus ob liqui des partic. auch früher schon; perf. βεβίωκα u. pass. βεβίωταί μοι, ich habe gelebt, τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα Dem. 18, 265, u. öfter; am meisten im guten Atticismus sind fut. u. aor. II. mit perf. im Gebrauch; leben, vgl. βίος u. das dort über den Unterschied von βίος u. ζωή Angegebene; βίον Plat. Lach. 188 a u. öfter; εὐσεβῶς, ὁσίως, ἡδέως u. s. w.; βίος βεβιωμένος Rep. VI, 498 c; Dem. 19, 199. – Med., πάντα τινὰ Αἰγυπτίων ἀποδεικνύναι, ὅθεν βιοῦται, wovon er lebt, Her. 2, 177; οἱ κατά τινα νοῦν βιούμενοι Arist. Eth. 10, 9; der aor. I. transit., beleben, σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο, κούρη Od. 8, 468. Aus βιόμεσθα H. h. Apoll. 528 hat Wolf βεόμεσθα gemacht. S. βέομαι.

French (Bailly abrégé)

βιῶ :
impf. ἐβίουν, f. βιώσομαι, ao. ἐβίωσα, ao.2 att. ἐβίων, pf. βεβίωκα;
1 vivre;
2 passer sa vie : βιοῦν καλῶς, εὐσεβῶς, φαύλως, etc. ATT vivre honnêtement, pieusement, bassement, etc. ; avec un pron. neutre : ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι DÉM je commencerai par le détail de sa vie;
Moy. βιόομαι, βιοῦμαι;
1 intr. passer sa vie, vivre;
2 tr. faire vivre, sauver la vie à, acc..
Étymologie: βίος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιόω βίος praes. contr. βιῶ, opt. 3 sing. βιοῖ, conj. 3 plur. βιῶσι, inf. βιοῦν, ptc. βιοῦντες; sigm. aor. ἐβίωσα, med. 2 sing. ἐβιώσαο, stamaor. ἐβίων, conj. βιῶ, opt. βιῴην, imperat. 3 sing. βιώτω, inf. βιῶναι, ptc. βιούς, βιούσα; perf. act. βεβίωκα; perf. med.-pass. βεβίωμαι; fut. ep. βέομαι, βείομαι, 2 sing. βέῃ
1. act. en med. intrans. leven:; ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω de een moet sterven, de ander moet leven Il. 8.429; ἐὰν... φαίνωμαι... μετρίως βεβιωκώς als zal blijken dat ik een gematigd leven heb geleid Lys. 16.3; ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι ik zal beginnen met de wijze waarop hij zelf zijn leven heeft ingericht Dem. 18.130; ὅθεν βιοῦται waarvan hij leeft Hdt. 2.177.2; overleven. Hp.
2. med. met acc. (causat.). σὺ γάρ μ’ ἐβιώσαο jij deed mij weer leven Od. 8.468.
3. pass.: τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα de feiten van jouw en mijn leven Dem. 18.265; τί γὰρ ὑμῖν τοιοῦτον βεβίωται; want wat is er van dien aard in jullie leven? Luc. 28.37.

Russian (Dvoretsky)

βιόω:
1 тж. med. жить, проводить жизнь Hom., Arst., Plut.: οὐ πολλὸν χρόνον τινὰ βιοὺς ἀπέθανε Her. немного спустя он умер; βίος ὃν βεβίωκας Dem. жизнь, которую ты прожил; τὰ βεβιωμένα Lys. Dem. пережитое, прожитая жизнь; τὸ μὲν ἐτελεύτησε, τὰ δε ἐβίωσεν Arst. часть умерла, а часть выжила; ὅθεν βιοῦται Her. средства, на которые он живет;
2 aor. med. вернуть к жизни, спасти (σὺ γάρ μ᾽ ἐβιώσαο Hom.).

English (Autenrieth)

aor. 2 inf. βιῶναι, imp. 3 sing. βιώτω, mid. aor. ἐβιωσάμην: live; mid., causative, σὺ γάρ μ' ἐβιωσαο, ‘didst save my life,’ Od. 8.468.

English (Abbott-Smith)

βιόω, -ῶ (< βίος), [in LXX: Pr 7:2 9:6 (חיה), Jb 29:18, Wi 4:4 א1, 12:23, Si 40:28, IV Mac 5:22 17:18*;]
to spend life, to live: τ. χρόνον βιῶσαι (cl., more freq. 2 aor., -ναι), I Pe 4:2 (cf. Jb, l.c.).†SYN.: ζάω (q.v.).

English (Strong)

from βίος; to spend existence: live.

English (Thayer)

βίῳ: 1st aorist infinitive βιῶσαι; for which in Attic the 2nd aorist infinitive βιωναι is more common, cf. Winer's Grammar, 84 (80); (Buttmann, 54 (48); Veitch, or Liddell and Scott, under the word); (βίος); (from Homer down); to spend life, to live: τόν χρόνον, to pass the time, ἡμέρας, Xenophon, mem. 4,8, 2). (Synonym: see βίος, at the end.)

Greek Monotonic

βιόω: (βίος), μέλ. βιώσομαι, αόρ. αʹ ἐβίωσα, αόρ. βʹ ἐβίων, γʹ ενικ. προστ. βιώτω, υποτ. βιῶ, ευκτ. βιῴην, απαρ. βιῶναι, μτχ. βιούς, παρακ. βεβίωκα· ζω, περνώ τη ζωή μου (ενώ αντίθετα, ζάω σημαίνει ζω, κυρίως υπάρχω στη ζωή), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν, από αυτές ακριβώς τις πράξεις της ίδιας του της ζωής, σε Δημ.· από όπου στην Παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, οι πράξεις της δικής σου και της δικής μου ζωής, στον ίδ.· απρόσ., βεβίωταί μοι, έχω ζήσει, Λατ. vixi — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

βιόω: βιοῖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 33, 5. κ. ἀλλ., βιοῦσι Ἐμπεδ. 52, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 9· βιοῦν Εὐρ. Ἀποσπ. 240· βιῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 6· ― παρατατ. ἐβίουν Ἱππ. 1153Η· ― μέλλ. βιώσομαι Εὐρ., Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βιώσω Μένανδ. Μονοστ. 270, Διογ. Λ. 2. 68, Ἀππ.· ― ἀόρ. α΄ ἐβίωσα Ἡρόδ. 1. 163, Πλάτ. Φαίδων. 113D, Ξεν. Οἰκ. 4, 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 9· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀόρ. β΄ εἶναι εὐχρηστότερος, ἐβίων Ἰσοκρ. 203C, Ἰσαῖ. 38. 14· γ΄ ἑνικ. προστ. βιώτω Ἰλ. Θ. 429, ὑποτακτ. βιῶ Πλάτ. Νόμ. 872C· εὐκτ. βιῴην ὁ αὐτ. Γοργ. 512Ε, Τιμ. 89C· ἀπαρεμφ. βιῶναι Ἰλ., Ἀττ.· μετοχ. βιοὺς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 53, κ. ἀλλ., βιοῦσα Ἀνθ. II. παραρτ. 262· ― πρκμ. βεβίωκα Ἰσοκρ. 315C, D, Πλάτ. Φαίδων. 113D, κτλ. ― Μέσ., βιόομαι Ἡρόδ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11· περὶ τοῦ μέσ. ἀορίστ. ἴδε ἐν λ. βιώσκομαι. ― Παθ., μέλλ. βιωθήσομαι Μ. Ἀντων. 9. 30· πρκμ. βεβίωμαι (ἴδε κατωτ.). ― παρὰ τοῖς πρὸ τοῦ Ἀριστοτ. συγγραφεῦσιν ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. παραλαμβάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τοῦ ζάω, ἀλλ’ ὅμως ἴδε ἀνωτ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον ἀόρ. β΄, Πρβλ. ἀνα-, δια-βιόω. (ἴδε ἐν λ. βίος). Ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου (ἐνῷ τὸ ζάω κυρίως σημαίνει ὑπάρχω ἐν τῇ ζωῇ), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Ἰλ. Ο. 511, πρβλ. Κ. 174· ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω Θ. 429· ― παρ’ Ἀττ. συχν. βίον ζῆν, ὡς παρὰ Πλάτ. Λάχ. 188Α, κτλ.· β. παρανόμως, κοσμίως, καλῶς, φαύλως, κτλ. Δημ. 601. 2, Πλούτ., κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι …, ἐξ αὐτῶν τῶν πράξεων τῆς ἰδίας του ζωῆς, Δημ. 270. 19· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, αἱ πράξεις τοῦ σοῦ βίου καὶ τοῦ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 315. 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 311D, Λυσ. 145. 35· τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. Δημ. 609. 23· τοιούτων ὄντων τῷ βδελυρῷ τούτῳ … ὧν βεβίωται ὁ αὐτ. 563. 17· οὕτως, ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται ὁ αὐτ. 618. 11· ὡσαύτως, ὅ γε βεβιωμένος (βίος) ὁ αὐτ. 403. 25· ἀπροσ., βεβίωταί μοι, ἔχω ζήσει, Λατ. vixi, ὁ αὐτ. 617 ἐν τέλ.· ἴδε ἐν λ. ζάω Ι. ― Μέσ. μὲ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 177, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11. ― Ἀντὶ τοῦ βιόμεσθα (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος βίομαι) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 528 ὁ Wolf προὐτίμα τὴν ἀνάγνωσιν βεόμεσθα, ἴδε βέομαι.

Middle Liddell

βίος
to live, pass one's life (whereas ζάω properly means to live, exist), Il., etc.; ἀπ' αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν from the very actions of his own life, Dem.; hence in Pass., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα the actions of our life, Dem.; impers., βεβίωταί μοι I have lived, Lat. vixi, Dem.:—Mid. in act. sense, Hdt.

Chinese

原文音譯:biÒw 比俄哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:力
字義溯源:度日,度,耗費,生活;源自(βίος)*=生活)。
同義字:1) (βιόω)度日 2) (ζάω)活
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 度(1) 彼前4:2

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=διέρχομαι τή ζωή μου). Ἀπό τή λέξη βίος (=τρόπος ζωῆς).
Παράγωγα: βίωσις, διαβίωσις, ἐπιβίωσις, βιώσιμος, βιωτέον, βιωτικός καί καλύτερα βιοτικός, βιωτός, ἀβίωτος, βιοτή, βίοτος, βιοτεύω.

Translations

Afrikaans: leef; Albanian: jetoj; Arabic: حَيِيَ‎, عَاشَ‎; Egyptian Arabic: عَاش‎; Aragonese: bibir; Armenian: ապրել; Old Armenian: կեամ; Aromanian: bãnedz, bãnedzu; Asturian: vivir; Azerbaijani: yaşamaq; Bashkir: йәшәү; Basque: bizi izan; Belarusian: жыць; Berber Tashelhit: ddr; Breton: beva; Bulgarian: живея; Burmese: ရှင်; Catalan: viure; Chechen: даха; Cherokee: ᎬᎿ; Chinese Mandarin: 生, 生活, 活; Coptic Bohairic: ⲱⲛϧ; Sahidic, Fayyumic: ⲱⲛϩ; Crimean Tatar: yaşamaq; Czech: žít; Danish: leve; Dutch: leven; Esperanto: vivi; Estonian: elama; Even: би-, ин-; Evenki: би-, ин-; Faroese: liva; Finnish: elää, olla elossa; Franco-Provençal: vivre; French: vivre; Friulian: vivi; Galician: vivir; Georgian: სიცოცხლე, ცხოვრება; German: leben; Greek: ζω; Ancient Greek: ζάω, ζῶ; Greenlandic: inuuvoq; Haitian Creole: ret, rete; Hebrew: חַי‎; Hindi: जीना; Hungarian: él; Icelandic: lifa; Ido: vivar; Indonesian: hidup; Ingush: ваха; Irish: mair, bí beo, bí i do bheatha; Italian: vivere; Japanese: 生きる, 暮らす; Javanese: urip; Kamkata-viri: ǰūa; Kannada: ಬದುಕು; Kashubian: żec; Kazakh: өмір сүру, тұру; Khmer: នៅ, រស់; Korean: 살다; Kumyk: яшамакъ; Kunigami: 生ちちゅん; Kurdish Central Kurdish: ژِیان‎; Northern Kurdish: jîyan; Kyrgyz: өмүр сүрүү, жашоо; Ladin: viver; Laboya: morha; Lao: ທຽວສົງສານ; Latgalian: dzeivuot; Latin: vivo, vigeo; Latvian: dzīvot; Lithuanian: gyventi; Lombard: viv; Low German: leven; Lushootseed: həliʔ; Luxembourgish: liewen; Macedonian: живее; Malay: hidup; Maltese: għex; Manchu: ᠪᠠᠨᠵᡳᠮᠪᡳ; Middle English: lyven; Miyako: 生きーㇲ゙; Mongolian: амьдрах; Mòcheno: lem; Nanai: би-; Navajo: hiná; Neapolitan: campà; Nepali: जिउनु; Norman: vivre; North Frisian Föhr-Amrum: lewe; Mooring: laawe; Northern Amami-Oshima: 生きみゅり; Northern Sami: eallit; Norwegian: leve; Occitan: viure; Ojibwe: bimaadizi; Okinawan: 生ちちゅん; Old Church Slavonic: жити; Old English: libban; Old Norse: lifa; Old Swedish: liva; Persian: زندگی کردن‎, زیستن‎; Polish: żyć; Portuguese: viver; Purepecha: irekani; Quechua: kawsay, kausai, kawai; Rapa Nui: ora; Romani: ʒivel, traisarel; Romanian: trăi; Romansch: viver; Russian: жить, прожить; Rusyn: жыти; Sanskrit: जीवति; Sardinian: campai, vívere, bívere; Scots: leeve; Scottish Gaelic: bi beò; Serbo-Croatian Cyrillic: живети, живјети; Roman: žíveti, žívjeti; Sicilian: vìviri; Sinhalese: ජීවත් වෙනවා; Slovak: žiť; Slovene: živéti; Sorbian Lower Sorbian: žywy byś, žywiś se; Sotho: phela; Spanish: vivir; Sundanese: jumeneng; Swahili: ishi; Swedish: leva; Tagalog: mabuhay; Tajik: зиндагӣ кардан; Tamil: வாழ்; Tatar: яшәргә; Tetum: moris; Thai: มีชีวิต, อยู่; Tocharian A: śo-; Tocharian B: śai-; Turkish: yaşamak; Turkmen: ýaşamak; Ukrainian: жити; Urdu: جینا‎; Uyghur: ياشىماق‎; Uzbek: yashamoq; Venetian: viver, vìvar; Vietnamese: sống; Võro: elämä; Walloon: viker; Welsh: byw; West Frisian: libje; Zealandic: leve; ǃXóõ: ǃnúm sg, ǃnûɲa

Lexicon Thucydideum

vivere, to live, 2.53.4.