γαμησείω
English (LSJ)
Desiderat. of γαμέω,
A wish to marry, Alciphr.1.13, 3.37.
German (Pape)
[Seite 473] gern heirathen wollen, Alciphr. 1, 13. 3, 37.
Greek (Liddell-Scott)
γαμησείω: ἐφετικὸν τοῦ γαμέω, ἐπιθυμῶ νὰ νυμφευθῶ, Ἀλκίφρων 1. 13, κτλ.