κρούω

From LSJ
Revision as of 14:27, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούω Medium diacritics: κρούω Low diacritics: κρούω Capitals: ΚΡΟΥΩ
Transliteration A: kroúō Transliteration B: krouō Transliteration C: kroyo Beta Code: krou/w

English (LSJ)

fut. κρούσω E.El.180: aor.
A ἔκρουσα X.An.4.5.18, Hyp.Fr. 201: pf. κέκρουκα Diogenian.3.38, (ἐκ-) Pl.Phdr.228e, (προς-) D.21.206:—Med., aor. ἐκρουσάμην Th.7.40:—Pass., aor. ἐκρούσθην Eratosth. Cat.32: pf. κέκρουμαι (ἀπο-) X.HG7.4.26, or κέκρουσμαι (ἀπο-) Ar.Ach.459:—strike, smite, ῥυτῆρι κ. γλουτόν S.Fr.501; κρούσας δὲ πλευρὰ [τῶν ἵππων] E.Fr.779.6; τὸν λυχνοῦχον Lys.Fr.83; τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr.An.7.1.5; also εἰς τὴν χεῖρα τοῖς δακτύλοις κ. with the fingers, D.C.40.16: metaph., κνῖσα κ. ῥινὸς ὑπεροχάς tickles, Ephipp. 3.3.
2 strike one against another, strike together, κ. χεῖρας clap the hands, E.Supp.720; τὰ ὅπλα κρουόμενα πρὸς ἄλληλα Th.3.22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα X.An. l.c.: metaph., ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις ἐκρούομεν ἄν would have knocked their heads together, Pl.Tht.154e.
3 κ. πόδα (i.e. κ. τὴν γῆν τῷ ποδί), in dancing, E.El. l.c. (lyr.); ἴχνος ἐν γᾷ κ. Id.IA1043 (lyr.).
4 metaph. from tapping an earthen vessel, to try whether it rings sound (cf. κροῦσις 2): examine, try, prove, κρούετε ἀπολαμβάνοντες τὸ καλόν Pl.Hp.Ma.301b; κἂν διαπειρώμενος κρούσῃς [τὸν κόλακα] Plu.2.64d.
5 strike a stringed instrument with a plectron, Simon.183, Pl.Ly.209b: generally, play any instrument (v. κροῦμα, κρουματικός), αὐλεῖ… κρούων ἰαστί Com.Adesp.415: c. dat., κ. κρεμβάλοις, = κρεμβαλίζειν, Ath.14.636d.
6 κ. τὴν θύραν knock at the door on the outside, Ar.Ec.317, 990 (with play on signf. 8), X.Smp.1.11, Pl.Prt. 310b, 314d, etc.; κόπτειν is better Att.acc.to Phryn.154; later κ. ἐπὶ τὴν θύραν LXX Jd.19.22.
7 κ. σταθμὸν ἑτερόζυγον, = κρουσιμετρέω, Ps.-Phoc.15; ὡς μήτε κρούσῃς μήθ' ὑπὲρ χεῖλος βάλῃς S.Fr.796; κρούων γε μὴν αὐτὰς ἐωνούμην Eup.184.
8 sens. obsc., AB101, cf.Ar.Ec.990; κ. πέπλον E.Cyc. 328.
9 Med., κρούεσθαι πρύμναν back water, Th.1.51, 54, 3.78; αἱ πρύμναν κρουόμεναι νῆες Arr.An.5.17.7 (also in Act., Plb.16.3.8); κ. ἐπὶ π. τὴν ναῦν App.BC5.119: hence κρούεσθαι τὸ πτερόν fly backwards, Ael.NA3.13:—also in Act., Plot.2.9.18.
10 κρούειν ἀκράτῳ, v. πατάσσω II.2. (Cf. Lith. krùšti 'bruise', 'pound', Lett. krausēt 'thresh'.)

German (Pape)

[Seite 1514] (verwandt mit κρότος), 1) schlagen, anschlagen, klopfen, stoßen; nach B. A. 101 eigtl. von leiser Berührung, aber im gew. Gebrauche für κόπτειν; bes. τὰς θύρας, was die Atticisten tadeln, obgleich es sich auch bei Attikern findet; Ar. Eccl. 317; Plat. Prot. 310 a u. öfter; Xen. Conv. 1, 11; Posidipp. bei Poll. 10, 22; auch A., wie Hatth. 7, 7, vgl. Lob. zu Phryn. 177; auch im obscönen Sinne sagt eine Frau ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν θύραν Ar. Eccl. 990; so auch bei Sp.; nach B. A. a. a. O. κατὰ τοῦ κακεμφάτου ἐν τῇ συνηθείᾳ τὸ κροῦσαι κεῖται ἀντὶ τοῦ συγγενέσθαι. – Bes. ein Saiteninstrument mit dem Plektron schlagen, κρούειν τῷ πλήκτρῳ, Plat. Lys. 209 b; πλῆκτρον ἔχει φόρμιγγος, ἔχει καὶ πλῆκτρον ἔρωτος, κρούει δ' ἀμφοτέροις καὶ φρένα καὶ κιθάρην, von einer Citherspielerinn gesagt, Paul. Sil. 55 (Plan. 278); so auch A.; auch κρεμβάλοις κρούειν, = κρεμβαλίζω, Ath. XIV, 636 d; u. αὐλὸν κρούειν, s. Jacobs A. P. p. 664. – Vom Tanze, κρούειν τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr. An. 7, 1, 7; ähnl. Πιερίδες ἐν δαιτὶ θεῶν χρυσεοσάνδαλον ἴχνος ἐν γᾷ κρούουσαι Eur. I. A. 1043; χορευέτω κρούουσα πόδα Herc. Fur. 1304; – auch χεῖρας, die Hände zusammenschlagen, klatschen, Suppl. 742; – ähnl. ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσθησιν παρέχοι, die aneinanderschlagenden Waffen, Thuc. 3, 22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν Xen. An. 4, 5, 18, vgl. 6, 1, 10; – übh. stoßen, drängen, λόγους λόγοις Plat. Theaet. 154 e; πέπλον Eur. Cycl. 328, mit schmutziger Nebenbdtg; – κέραμον κρούειν, an ein irdenes Gefäß klopfen, um zu untersuchen, ob es einen Sprung hat, dah. übh. untersuchen, τὸ καλόν Plat. Hipp. mai. 301 b, u. Plut. – Übh. treffen, κνῖσα κρούει ῥινὸς ἄκρας Ephipp. bei Ath. IX, 370 c. – 2) wie κρουσιμετρέω, betrügen, vom Messen des Getreides hergenommen oder vom Wägen, Harpocr.; Phocylid. 5, 13 sagt κρούειν σταθμὸν ἑτερόζυγον. – Med., πρύμναν κρούεσθαι, sich langsam mit dem Schiffe zurückziehen, ohne es umzuwenden, vgl. Schol. Ar. Vesp. 397; Thuc. 1, 50. 3, 78 u. Sp., die auch das activum so brauchen, wie Pol. 16, 3, 8; κρούεσθαι ἐπὶ πρύμναν, App. B. C. 5, 119; κρούεσθαι τὸ πτερόν, zurückfliegen, Ael. N. A. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

f. κρούσω, ao. ἔκρουσα, pf. κέκρουκα;
Pass. ao. ἐκρούσθην, pf. κέκρουμαι;
1 heurter, choquer : τὴν θύραν AR frapper à la porte;
2 frapper l'un contre l'autre : ὅπλα πρὸς ἄλληλα THC choquer les armes les unes contre les autres ; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα XÉN les boucliers contre les lances;
3 heurter ou pousser pour mettre en mouvement;
4 heurter (un vase, etc.) avec le doigt pour l'éprouver et le faire résonner ; fig. κρούειν τὸν κόλακα PLUT éprouver le flatteur;
Moy. κρούομαι (ao. ἐκρουσάμην) t. de mar., c. à l'Act. : κρούειν πρύμναν, ramener un vaisseau en arrière la poupe en avant ; p. anal. κρούειν τὸ πτερόν ÉL voler en arrière.
Étymologie: DELG de *κρούσ-jω, russe krocha « morceau, débris », lit. krusti « briser ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρούω, perf. med.-pass. κέκρου(σ)μαι slaan, stoten, kloppen (op):; κ. τὴν θύραν op de deur kloppen Aristoph. Eccl. 317; stampen:; εἱλικτὸν κρούσω πόδ’ ἐμόν ik zal zwierig dansen Eur. El. 180; tegen elkaar klappen:; κἄκρουσα χεῖρας en ik applaudisseerde Eur. Suppl. 720; seks.:; ὅταν γε κρουσῇς τὴν ἐμὴν πρῶτον θύραν wanneer je eerst op mijn deur hebt gebonkt Aristoph. Eccl. 990; uitbr. onderzoeken (lett. door te bekloppen):; κρούετε... τὸ καλόν jullie onderzoeken het fraaie Plat. HipMa. 301b; med. (met de roeiriemen slaan) roeien:. πρύμναν ἐκρούοντο zij roeiden achteruit Thuc. 1.50.5. muz. tokkelen:. κ. τῷ πλήκτρῳ (τὰς χορδάς) met het plectrum (de snaren) aanslaan Plat. Lys. 209b; κρούεται τὰ κρούματα ἐν μουσικῇ τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω de noten die in de muziek worden aangeslagen zijn deels hoog, deels laag Hp. Vict. 1.18.

Russian (Dvoretsky)

κρούω: (aor. pass. ἐκρούσθην)
1 стучать(ся) (κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν NT): κ. τὴν θύραν Plat., NT стучать в дверь;
2 стучать, топать: κ. τὸν πόδα или κ. ἴχνος Eur. притоптывать ногой; χορευέτω κρούουσ᾽ Ὀλύμπου πέδον Eur. пусть шумно запляшет (Гера) на Олимпе;
3 ударять (τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα Thuc.; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα Xen.);
4 хлопать: κ. χεῖρας Eur. рукоплескать;
5 ударять, бряцать по струнам, играть (καὶ ψῆλαι καὶ κ. τῷ πλήκτρῳ Plat.; κρουομένων τῶν χορδῶν Arst.);
6 бить, стегать (ῥυτῆρι γλουτόν Soph.; πλευρά, sc. τῶν ἵππων Eur.);
7 досл. сталкивать, перен. сопоставлять (ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις Plat.);
8 постукивать (для испытания качества), испытывать (τὸ καλόν Plat.; τὸν κόλακα Plut.);
9 тж. med. давать задний ход: πρύμναν κρούεσθαι Thuc. или κ. Polyb. плыть кормой назад;
10 (ср. κροῦσις 4) обманывать, мошенничать Soph.

Spanish

golpear

English (Strong)

apparently a primary verb; to rap: knock.

English (Thayer)

1st aorist participle κρουσας; to knock: τήν θύραν, to knock at the door, Aristophanes Ecclesiastes 317,990; Xenophon, symp. 1,11; Plato, Prot., p. 310a.; 314d.; symp. 212c.; but κόπτειν τήν θύραν is better, according to Phryn. with whom Lobeck agrees, p. 177 (cf. Schmidt (chapter 113,9), who makes κόπτειν to knock with a heavy blow, κρούειν to knock with the knuckles)); without τήν θύραν (cf. Winer's Grammar, 593 (552)), θύρα, c. ἐ.).

Greek Monolingual

(AM κρούω)
1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ.
β. «κρούειν δὲ τοῖς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ' ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.)
2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» — προαναγγέλλω δημοσίως επερχόμενο κίνδυνο
νεοελλ.-μσν.
1. παράγω ήχο χτυπώντας κάτι («της εκκλησιάς να κρούσεις την καμπάνα δράμε», Παλαμ.)
2. (για επιδημική νόσο ή για πάθος) προσβάλλω, κυριεύω
3. πυροβολώ ή κανονιοβολώ κάτι
μσν.
1. ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι
2. φονεύω
3. εκδικούμαι
4. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάποιον
5. σπάζω
6. συγκρούομαι, μάχομαι
7. ηχώ, αντηχώ
8. (για άνεμο) φυσώ, πνέω αντίθετα
9. (για τον ήλιο) φωτίζω
10. βάζω φωτιά
11.μέσ. κρούομαι
χτυπώ
12. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κρου(σ)μένος, -η, -ον
α) έκπληκτος, εμβρόντητος
β) (για σύζυγο) απατημένος
13. φρ. α) «κρούω κλοτσιά» ή «κρούω σφονδυλέα» ή «κρούω φουσκία» — δίνω σε κάποιον κλοτσιά ή γροθιά ή χαστούκι
β) «τὸ κρούειν καὶ (τὸ) λαμβάνειν» ή «τὸ κρούειν καὶ τὸ δέχεσθαι» — μάχη, πόλεμος
γ) «τὸ κρούειν καὶ μὴ λαμβάνειν» — πόλεμος, μάχη χωρίς απώλειες
δ) «κρούω ἀστράγαλο» — παίζω κότσια
ε) «κρούω βουκιές» — καταβροχθίζω
στ) «κρούει βρόμος» — αναδίδεται μια άσχημη μυρωδιά
ζ) «κρούω ἔξω» — βγάζω έξω, προσαράσσω πλοίο
η) «κρούω καλὸν καιρόν» — καλοπερνώ
θ) «κρούω κωλοκαθέας» — χτυπώ τα οπίσθιά μου καταγής
ι) «κρούω πόλεμον» — διεξάγω πόλεμο
ια) «μέ κροῦσι πόνοι» — πονώ
μσν.-αρχ.
1. κάνω κάποιον ή κάτι να συγκρουστεί με άλλο, συγκρούω («τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν», Ξεν.)
2. φρ. α) «κρούω (ἐπὶ) τὴν θύραν» — χτυπώ την πόρτα
β) «κρούω χεῖρας» — χειροκροτώ
αρχ.
1. χορεύω χτυπώντας με τα πόδια τη γη ή με τα δάχτυλα του ενός το άλλο χέρι («εἱλικτὸν κρούσω πόδ' ἐμόν», Ευρ.)
2. κεντώ, γαργαλίζω
3. εξετάζω, δοκιμάζω («κρούετε δὲ ἀπολαμβάνοντες τὸ καλὸν καὶ ἕκαστον τῶν ὄντων ἐν τοῖς λόγοις κατατέμνοντες», Πλάτ.)
4. φρ. α) «κρούω σταθμόν (έτερόζυγον)» — κρουσιμετρώ
β) «κρούω πρύμναν» — οπισθοχωρώ σιγά σιγά με την πρύμνη χωρίς να στραφώ
γ) «κρούομαι τὸ πτερόν» — πετώ προς τα πίσω
δ) «ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις έκρούομεν» — λογομαχούσαμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρούω ανάγεται σε κρουσ-) (< IE krou-s-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας kreu-s- «ωθώ, χτυπώ, θρυμματίζω, σπάω») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. -krušā «χτυπώ, συνθλίβω», λιθουαν. kraušyti, λεττον. krὰuset «χτυπώ, συντρίβω». Στον Όμηρο απαντά τ. κροαίνω < κροFαίνω (με σίγηση του -F-) < θ. κρουσ-, με συμφωνική δήλωση του -υ- (-υ-: -F-) προς αποφυγή της χασμωδίας που θα εδημιουργείτο με τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ-. Για τη διτυπία κρού-ω: κρο-αίνω πρβλ. και ακού-ω: ακο-ή.
ΠΑΡ. κρούσμα, κρούστης, κρουστικός, κρουστός
νεοελλ.
κρούσιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρουσιδημώ, κρουσίθυρος, κρουσιλύρης, κρουσιμέτρης
μσν.
κρουσόλυρος
νεοελλ.
κρουσιφλεγής, κρουσίφλογος. (Β' συνθετικό) ανακρούω, αντικρούω, αποκρούω, εκκρούω, επικρούω, προσκρούω, συγκρούω
αρχ.
διακρούω, εγκατακρούω, εγκρούω, εισκρούω, επανακρούω, επισυγκρούω, κατακρούω, μετακρούω, παρακρούω, παρυποκρούω, περικρούω, προεκκρούω, προκρούω, προσεπικρούω, συνεκκρούω, υποκρούω
νεοελλ.
προανακρούω.

Greek Monotonic

κρούω: μέλ. -σω, παρακ. κέκρουκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκρουσάμην — Παθ., παρακ. κέκρουμαι ή -ουσμαι·
1. χτυπώ, πλήττω· χτυπώ το ένα με το άλλο, κρ. χεῖρας, χτυπώ τα χέρια, σε Ευρ.· κρ. τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα, σε Θουκ. κ.λπ.· κρ. τὸν πόδα (δηλ. κρ. τὴν γῆν τῷ ποδί) στον χορό, σε Ευρ.
2. κέραμον κρούειν, χτυπώ, τρυπώ (πήλινο) αγγείο για να δοκιμάσω αν είναι ραγισμένο· απ' όπου εξετάζω, αποδεικνύω, σε Πλάτ.
3. χτυπώ τη λύρα με το πλήκτρο, στον ίδ.
4. κρούειν τὴν θύραν, χτυπώ την πόρτα από έξω, σε Ξεν. κ.λπ.
5. ως ναυτικός όρος στη Μέσ., κρούεσθαι πρύμναν, όπως το ἀνακρούεσθαι, κινώ προς τα πίσω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κρούω: μέλλ. -σω: πρκμ. κέκρουκα. ― Μέσ., ἀόρ. ἐκρουσάμην, Θουκ. ― Παθ., ἀόρ. ἐκρούσθην (Ἐρατοσθ. Καταστ. 32)· πρκμ. κέκρουμαι ἢ -ουσμαι, πρβλ. ἀπο-, ἐκ-, παρα-κρούω. (Ἐντεῦθεν κροῦμα, κοῦσις· πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. hruor-jam, Ἀρχ. Σαξον. hrôr-ian (rühren).) Πλήττω, κτυπῶ, ῥυτῆρι κρ. γλουτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 938· κρούσας δὲ πλευρά τῶν ἵππων Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 6. τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Ἀρρ. Ἀν.. 7. 1· ἀλλ’ ὡσαύτως, εἰς τὴν χεῖρα τοῖς δακτύλοις κρ., ἐν τῇ ὀρχήσει, Δίων Κ. 40. 16· ― μεταφ., κνῖσα κρ. ῥινὸς ὑπεροχάς, γαργαλίζει, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 3. 2) συγκρούω, κρ. χεῖρας (πρβλ. κροτέω ΙΙ. 2), Εὐρ. Ἱκέτ. 720· κρ. τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα Θουκ. 3. 22· τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 18· ― μεταφ., ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις ἐκρούομεν, συνεκρούομεν, Πλάτ. Θεαίτ. 154E. 3) κρούει τὸν πόδα (ὅ ἐστι κρ. τὴν γῆν τῷ ποδί), ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Ἠλ. 180· οὕτως, ἴχνος ἐν γᾷ κρ. ὁ αὐτ. Ι. Α. 1043. 4) κέραμον κρούω, κτυπῶ πήλινον ἀγγεῖον χάριν δοκιμῆς μήπως εἶναι βεβλαμμένον, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν, ἐξετάζω, δοκιμάζω, κρούετε ἀναλαμβάνοντες τὸ καλὸν Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, πρβλ. Λυσίου Ἀποσπ. 51· κἂν διαπειρώμενος κρούσῃς τὸν κόλακα Πλούτ. 2. 64D. πρβλ. κροῦσις 2. 5) κτυπῶ τὰς χορδὰς ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ πλήκτρου, Πλάτ. Λῦσ. 209Β, Σιμων. (;) 179· ἴδε κροῦμα 2. κροῦσις 4· ― ἀκολούθως, καθόλου, παίζω οἱονδήποτε ὄργανον, π. χ. αὐλὸν κρούειν Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 664· ὡσαύτως μετὰ δοτ., κρ. κρεμβάλοις = κρεμβαλίζειν, Ἀθήν. 636D. 6) κρούειν τὴν θύραν, δηλ. ἔξωθεν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 317, 990, Ξεν. Συμπ. 1, 11, Πλάτ. Πρωτ. 310B, 314D· ἀλλὰ τὸ κόπτειν τὴν θύραν ἐθεωρεῖτο ἀττικώτερον, Φρύν. 177, ἔνθα ἴδε τὸν Λοβ.· ἴδε ὡσαύτως πατάσσω. 7) κρ. σταθμὸν = κρουσιμετρέω, Ψευδο-Φωκ. 13· ὡς μήτε κρούσῃς μήθ’ ὑπὲρ χεῖλος βάλῃς Σοφ. Ἀποσπ. 927· κρούων γε μὴν αὐτὰς ἐωνούμην Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 15. 8) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, «ἐν τῇ συνηθείᾳ τὸ κροῦσαι κεῖται ἀντὶ τοῦ συγγενέσθαι» Α. Β. 101, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 990· οὕτω, κρούω πέπλον, πέρδομαι, «τινάζω πορδές», Εὐρ. Κύκλ. 328. 9) ὡς ναυτικὸς ὅρος ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κρούεσθαι πρύμναν, ὡς τὸ ἀνακρούεσθαι (ἴδε ἀνακρούω Ι), ἐπὶ ναυτῶν, Θουκ. 1. 51, 54., 3. 78· ὡσαύτως, αἱ πρύμναν κρουόμεναι νῆες Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Πολύβ. 16. 3, 8· κρούειν ἐπὶ πρύμναν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 119· ― ἐντεῦθεν, κρούεσθαι τὸ πτερόν, πέτεσθαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13. 10) κρούειν ἀκράτῳ, ἴδε πατάσσω ΙΙ. 2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: push, strike, stamp (Hp., Att.).
Other forms: Aor. κροῦσαι, pass. -σθῆναι, perf. midd. κέκρου(σ)μαι, act. κέκρουκα.
Compounds: Very often with preflx, ἀνα-, δια-, ἐκ-, παρα-, συν-.
Derivatives: Also from the prefixcompp. in several meanings (here not esp. noted): κροῦμα, -σμα sound made through bumping, tone, melody (Hp., Att.) with κρου(σ)-ματικός (hell.), κροῦσις striking, especially of the strings, string music (Hp., Att.), κρουσμός id. (hell.); ἀνακρουσ-ία παιδιᾶς εἶδος ἐπὶ σφαίρας H.; ἐπικρούσ-τιον name of a rnedic. instrument (medic.), -τήριον hammer (Gloss.); κρουστικός good for pushing (Hp., Ar., Arist.); Προκρούσ-της name of a mythical brigand (X.). -- For κρούω Homer has the enlarged κροαίνω (Z 507 = O 264 κροαίνων stamping, galopping; after these Opp., Philostr.); cf. Debrunner IF 21, 43.
Origin: IE [Indo-European] [622] *krou(s)- push, bunp, strike, break
Etymology: To κροιός s. below and s. v. The Greek verbal system and the deriv. nouns is based on a stem κρουσ-; the present can be *κρούσ-ω or *κρούσ-ιω. The pair κρούω: κροαίνω agrees with ἀκούω: ἀκοή and must be explained in the same way; a base-form *κροϜάν-ι̯ω without σ (Bechtel Lex. s. v. with Fraenkel Denom. 23 n. 2) is unnecessary. Also κροιός (s. v.) can go back on *κρουσ-ι̯ός (with functional -ιο- retained). - With κρούω from IE krous- agrees exactly Slav., e.g. OCS sъ-krušǫ, -šiti, Russ. krušitь συντρίβειν, θραύειν, κρούειν'; the same fullgrade also in Latv. kràusêt stamp (off), Lith. kraušýti id.. Beside it with zero grade, IE. krus-, e.g. CS ORuss. krъcha, Russ. krochá morsel, crumb, Lith. krušù, krùšti stamp, push (apart); with fullgrade kreus- Lith. kriaũšti sting. - Solmsen KZ 29, 97 a. n., Pok. 622f., Fraenkel Wb. s. krùšti, Vasmer Wb. s. krochá a. krušítь.

Middle Liddell

1. to strike, smite: to strike one against another, κρ. χεῖρας to clap hands, Eur.; κρ. τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα Thuc., etc.:— κρ. τὸν πόδα (i. e. κρ. τὴν γῆν τῶι ποδί) in dancing, Eur.
2. κέραμον κρούειν to tap an earthen vessel, to try whether it rings sound: hence to examine, prove, Plat.
3. to strike a lyre with the plectron, Plat.
4. κρούειν τὴν θύραν to knock at the door on the outside, Xen., etc.
5. as a nautical term, in Mid., κρούεσθαι πρύμναν, like ἀνακρούεσθαι, to back a ship, Thuc.

Frisk Etymology German

κρούω: {kroúō}
Forms: Aor. κροῦσαι, Pass. -σθῆναι, Perf. Med. κέκρου(σ)μαι, Akt. κέκρουκα,
Grammar: v.
Meaning: stoßen, schlagen, stampfen (Hp., att.).
Composita: sehr oft mit Präflx, z.B. ἀνα-, δια-, ἐκ-, παρα-, συν-,
Derivative: Ableitungen, auch von den Präfixkompp. in verschiedenen Bedd. (hier nicht besonders notiert): κροῦμα, -σμα durch Anschlagen hervorgebrachter Laut, Ton, Melodie (Hp., att.) mit κρου(σ)-ματικός (hell. u. sp.), κροῦσις ‘das Schlagen, bes. der Saiten, Saitenspiel' (Hp., att.), κρουσμός ib. (hell. u. sp.); ἀνακρουσία· παιδιᾶς εἶδος ἐπὶ σφαίρας H.; ἐπικρούστιον N. eines rnediz. Instruments (Mediz.), -τήριον Hammer (Gloss.); κρουστικός zum Stoßen geeignet (Hp., Ar., Arist. usw.); Προκρούστης N. eines mythischen Räubers (X. usw.). — Für κρούω steht bei Hom. das erweiterte κροαίνω (Ζ 507 = Ο 264 κροαίνων stampfend, galoppierend; danach Opp., Philostr. u. a.); vgl. Debrunner IF 21, 43. — Zu κροιός s. u. und s. v.
Etymology: Das griechische Verbalsystem nebst den zugehörigen Nomina ist auf einen verallgemeinerten Stamm κρουσ- aufgebaut; für das Präsens kommt außer *κρούσω auch *κρούσιω in Betracht. Das Paar κρούω: κροαίνω stimmt lautlich zu ἀκούω: ἀκοή und ist wohl auf dieselbe Weise zu verstehen; eine Grundform *κροϝάνι̯ω ohne σ (Bechtel Lex. s. v. mit Fraenkel Denom. 23 A. 2) erübrigt sich. Auch κροιός (s. bes.) läßt sich auf *κρουσι̯ός (mit Bewahrung des funktionstragenden -ιο-) zurückführen. — Zu κρούω aus idg. qrous- stimmt genau slav., z.B. aksl. -krušǫ, -šiti, russ. krušitь’συντρίβειν, θραύειν, κρούειν’; dieselbe Hochstufe auch in lett. kràusêt ‘(ab)-stampfen’, lit. kraušýti ib.. Daneben mit Schwundstufe, idg. qrus-, z.B. ksl. aruss. krъcha, russ. krochá Brocken, Krümchen, lit. krušù, krùšti zerstampfen, zerstoßen; mit hochstuflgem qreus- lit. kriaũšti stechen. — WP. 1, 480 f. (nach Solmsen KZ 29, 97 u. A.), Pok. 622f., Fraenkel Wb. s. krùšti, Vasmer Wb. s. krochá u. krušítь mit weiteren Formen und reicher Lit.
Page 2,27-28

Chinese

原文音譯:kroÚw 克魯哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:敲
字義溯源:敲擊^,叩門,叩,敲,敲門
出現次數:總共(9);太(2);路(4);徒(2);啓(1)
譯字彙編
1) 叩門(3) 路11:9; 路12:36; 啓3:20;
2) 叩門的(2) 太7:8; 路11:10;
3) 敲門(1) 徒12:16;
4) 敲(1) 徒12:13;
5) 叩(1) 路13:25;
6) 你們當叩門(1) 太7:7

Léxico de magia

golpear con un martillo, con varios fines mágicos κροῦε τὴν θύραν αὐτῆς τῷ Ἔρωτι καὶ λέγε golpea su puerta con el Eros y di P IV 1854 λαβὼν πανουργικὸν ξύλον γλύψον σφῦραν καὶ ἐν ταύτῃ κροῦε εἰς τὸ οὐ<τάτιον> λέγων τὸν λόγον toma madera de un patíbulo, talla un martillo y golpea con él en el ojo mientras dices la fórmula P V 75 (v. ap. crít. Pr.) P V 95 λήμψει τὴν σφῦραν καὶ κατακρούσεις εἰς τὸν ὀφθαλμόν, κρούων καὶ λέγων tomarás el martillo y golpearás en el ojo, diciendo mientras golpeas SM 86 fr.A.2.3

Lexicon Thucydideum

collidi, to clash, collide, 3.22.2,
navem retro inhibere, to backwater (of a ship), 1.50.5, 1.51.2. 1.54.2. 3.78.3. 7.40.1, 7.70.8.