ἐκφέρω
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
A fut. ἐξοίσω Hdt.3.71: Ion. aor. ἐξήνεικα:—Pass., ἐξοισθήσομαι E.Supp.561: fut. Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:—carry out of, τινὰ πολέμοιο Il.5.664, etc.; ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37, cf. E.Ph.779; ἐκφέρω πεύκας Ar.Fr.599; γραμματεῖον Id.Nu. 19; ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk.332.
2 carry out a corpse for burial, ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786, cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 (Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσιν ἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8.
3 carry away, τρί' ἄλεισα Od.15.470, cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward, ἄεθλον Il.23.785:—more freq. in Med., τὠυτὸ (of a victory) ἐξενείκασθαι Hdt.6.103; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.
4 carry ashore, ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24, etc.; cast ashore, πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec.701:—Pass., with fut. Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.
II bring forth, in various senses:
1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19; εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c, cf. Arist.HA577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐκφέρω Hdt.1.193, 4.198.
2 bring about, accomplish, μισθοῖο τέλος Il.21.451; τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1:—Pass., διὰ ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχθείη D.61.7.
3 publish, deliver, χρηστήριον Hdt.5.79; ἐκφέρω λόγον S.Tr.741, Pl.Mx.236c, cf. Plu.Them.23; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isoc.8.14; of public measures, refer, ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5; ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79; ἐκφέρω προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in Med., ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125): abs., freq. in Att. Inscrr., ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61, cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po.1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην = declare one's opinion, Isoc.5.36:—Pass., εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp.561.
4 produce, exhibit, Lys.19.30; display, δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg.788c, cf. D.19.12; φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3; ἐκφέρω τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74.
5 disclose, τι πρὸς τὸν μάγον Hdt.3.71; τὴν ἀπάτην ib.74; τὴν ἐπιχείρησιν Id.8.132.
6 put forth, exert, δύνασιν E.Ion1012:—and in Med., μέγα τι σθένος ἁ Κύπρις ἐκφέρεται νίκας S.Tr.497 (lyr.).
7 ἐκφέρω πόλεμον = begin war, D.1.21; ἐπί τινα Hdt.6.56; πρός τινα X.HG3.5.1; τινί Plb.2.36.4, etc.
8 show the marks of, betray, reproduce, ἐκφέρουσι γὰρ μητρῷ' ὀνείδη E.Andr.621.
9 ὅρον ἐκφέρω = produce a definition, Arist.Metaph.1040b2; express, διάνοιαν Phld.Po.5.26, al.; 'word' a sentence, D.H.Comp.3 (Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib.142; πρὸς ἑαυτὸν ἐκφέρω = soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.
b pronounce, Ath.3.94f; ὅταν μακρῶς ἐκφέρηται D.H.Comp.15, cf. Archyt.1, Str.9.5.17.
10 pay as indemnity, δισχίλια τάλαντα Plb.3.27.5, etc.
b Pass., of words, to be formed, κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc.220; ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28; διὰ τοῦ ε ἐκφέρω ib.193.5.
11 exact, ἀργύριον LXX 4 Ki.15.20.
III Pass., to be carried beyond bounds, ἔξω ὅρων ἐξενεχθὲν ἀκόντιον Antipho 3.2.4: mostly metaph., to be carried away by passion, ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84, cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El.628; ἐκφέρεται πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc.601 (lyr.); λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra.425a; ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι Id.R.606c; πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34; πάθος defined as ὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92:—later in Act., [θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21.
IV bring to one's end, bring on to the trail, εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra.386a.
V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest), ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376, cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.
2 come to fulfilment, ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC1424; come to an end, Id.Tr.824 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐξφέρω SEG 39.1180.15 (Éfeso I d.C.)
• Grafía: graf. ἐχφέρω SEG 43.630A.20 (Selinunte V a.C.), Sokolowski 3.96A.6 (Ceos V a.C.), Thasos 141.2 (IV a.C.)
• Morfología: [pres. inf. ἐκφερέμεν Il.5.234, ἐχφέρεν Sokolowski l.c.; impf. sin aum. ἔκφερον Il.23.376; pas. fut. ἐξοισθήσομαι E.Supp.561; aor. ind. 1a pers. (forma bárbara) ἐξενέγκι Ar.Th.1007, 2a sg. ἐξήνεγκας S.Tr.741, 3a sg. ἐξήνεικε Hdt.2.151, imperat. 2a sg. graf. ἐξένικον SB 13079.4 (I d.C.), 3a sg. ἐχσενενκέτο IG 13.78.61 (V a.C.), subj. 3a plu. ἐξενέγκωντι ICr.3.3.3A.73 (II a.C.), inf. ἐξενεγκεῖν A.Fr.99.9, part. plu. dat. ἐξενικοῦσι IG 4.823.49 (Trecén IV a.C.?), pas. ἐξενειχθῇ Hdt.2.90, ἐξενιχθε͂ι Sokolowski 3.97A.23 (Ceos V a.C.), part. ἐξενεχθείς Th.1.54; pas. perf. part. ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37]
A tr., indic. mov. que traspasa un límite externo
I 1llevar fuera, sacar fuera c. ac. de pers., cosa o abstr. y frec. gen. o gen. c. prep. Ἕκτορα δ' ἵπποι ἔκφερον ὠκύποδες los rápidos caballos sacaban a Héctor del campo de batalla Il.16.368, cf. 383, 866, οἵ κέ μιν ἐξοίσουσιν ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμέντα Il.23.675, ἀλλά μιν ... πόδες ἔκφερον no obstante sus pies le sacaron de la ciénaga, A.R.3.1222, c. gen. ἐκφερέμεν πολέμοιο Il.5.234, cf. 664, 669, δηϊοτῆτος Il.Paru.2.1, ἐξήνεγκεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης Eu.Marc.8.23, (Ἀχιλλεύς) νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεθλα, λέβητάς τε τρίποδάς τε Aquiles sacó de las naves, como trofeos, calderas y trípodes, Il.23.259, χηλὸν ἐξέφερεν θαλάμοιο Od.8.439, (τρίποδας) ἐκ τοῦ ἱροῦ μὴ ἐκφέρειν Hdt.1.144, cf. ISmyrna 735.4 (I a.C.), τὴν χεῖρα ἐκ τοῦ κόλπου LXX Ex.4.6, en v. pas. ὅπλα ... ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37, de un dardo disparado ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅρων ... ἐξενεχθέν Antipho 3.2.4
•sin indic. de proc. sacar fuera en normas o prohibiciones relig. τὰ κρᾶ μἐχφερέτο no saque las carnes del sacrificio fuera del templo SEG 43.630A.20 (Selinunte V a.C.), μὴ ἐχέτω δὲ ἐξουσίαν μηδὲ ἐξενέγκαι τῶν ἐν τῷ Μουσείῳ ὄντων μηθέν IMaff.31.2.22 (Tera III a.C.), τῇ Ἑκάτῃ σκυλάκια μετὰ τῶν ἄλλων καθαρσίων Plu.2.280c, cf. 708f, ὁ ἀρχιερεὺς ἐξήνεικε ... φιάλας a la mesa del banquete, Hdt.2.151, cf. 132, E.El.871, X.Cyr.5.2.7, LXX Ge.14.18, frec. de armas ἐκφέρετέ μοι δεῦρ' ὅπλα sacadme aquí las armas E.Ba.809, cf. Ph.779, τὸ λοφεῖον Ar.Ach.1109, μητρὸς τάδ' ἡμῖν ἐκφέρεις ζητήματα; ¿nos sacas estos objetos para que descubra quién es mi madre? E.Io 1352, κἄκφερε τὸ γραμματεῖον Ar.Nu.19, πεύκας Ar.Fr.599.35, ἐξένεγκέ μοι [τὴν κιστίδ'] ἔξω Men.Pc.775, στολήν Eu.Luc.15.22, (λάρνακας) I.AI 15.46
•en v. med. mismo sent. χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι sacando fuera sus yacijas Pl.Smp.220d, ἄλλοι στρατιῶται τὰ ὅπλα ἐξηνέγκαντο otros soldados sacaron sus armas Aen.Tact.11.14, en v. pas. X.Cyr.8.8.10
•sacar, extraer διέλοντα ἐξενεγκεῖν τὰς χεῖρας del feto muerto, Hp.Superf.7
•llevar fuera, sacar al exterior, exportar ἃ ἂν κατὰ γῆν ἐξφέρῃ SEG 39.1180.15 (Éfeso I d.C.).
2 en cont. funerar., c. ac. de pers. sacar, conducir fuera del recinto mortuorio, llevar a enterrar en cortejo fúnebre, e.d. celebrar los funerales de ἐξέφερον ... θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786, δύ' ἡμέραι γυναικός εἰσιν ἥδισται, ὅταν γαμῇ τις κἀκφέρῃ τεθνεκυῖαν Hippon.66.2, ἐξενεῖκαί τε αὐτὸν κάλλιστα καὶ θάψαι Hdt.7.117, (εἴδωλον) ἐν κλίνῃ ... ἐκφέρουσι Hdt.6.58, ἀλλ' οὐ σὺ νεκρὸν ἀντὶ σοῦ τόνδ' ἐκφέρεις; ¿pero tú no llevas a enterrar este cadáver en tu lugar? E.Alc.716, cf. Pl.Phd.115e, Posidon.66, Ley en D.43.62, Act.Ap.5.6, en v. pas., Antipho 6.21, Artem.4.1, τῇ [ἡ] μέρῃ ᾗ ἂν ἐχφέρωνται en el día en que sean llevados a enterrar, Thasos 141.2 (IV a.C.), cf. AP 11.113 (Lucill.)
•abs. ἐχφέρεν δὲ ἐγ κλίνῃ conducir el cadáver en angarillas, Sokolowski 3.97A.6 (Ceos V a.C.)
•fig. πάλαι ἐκφέρει hace tiempo que ya me entierra, e.d., desea que me muera, Arr.Epict.2.22.10, εἰ δὲ (ἀλγηδόνες) ὑπερβάλλουσιν, ἐξοίσουσι si (los sufrimientos) son insuperables, llevarán a uno a la tumba Plot.1.4.8, cf. AP 9.501.
3 sacar, extraer tierra o escombros τὸν χοῦν IG 11(2).161A.82 (Delos III a.C.), cf. 4.823.49 (Trecén IV a.C.?), en v. pas. (γῆ) ἐκφερομένη ἐκ τοῦ ὀρύγματος Hdt.1.179.
4 fig. desviar, descarriar ταῦτα ἔοικεν εἰς μείζω τινὰ σκέψιν ἐκφέρειν ἡμᾶς esto parece desviarnos hacia una investigación más importante Thphr.Ign.7, μὴ ἐκφέρειν αὑτὸν τοῦ λογισμοῦ no desviarse de la razón Philostr.Im.2.21.
5 mat. dividir c. παρά y gen. de numeral ταύτας ἔκφερε παρὰ τῶν ... Herm. en Cat.Cod.Astr.8(1).173.10.
II c. ac. ref. la palabra, frec. c. εἰς y ac.
1 trasladar, llevar, presentar ante alguna instancia pública ἐξέφερον τὸ χρηστήριον ἁλίην ποιησάμενοι transmitieron el oráculo habiendo hecho una asamblea Hdt.5.79, τὰ κατασημανθέντα ὀνόματα ἐξενεγκεῖν μὲν τοὺς ἄρχοντας Pl.Lg.756e, (τὸν λόγον) ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5, cf. Aeschin.3.125, IG 22.103.10, 360.47 (ambas IV a.C.)
•abs. llevar la propuesta, presentar la propuesta hε δὲ βολɛ̄ ἐς τὸν δɛ̄μον ἐχσενενκέτο ἐπάναγκες IG 13.78.61 (V a.C.), cf. 22.360.47 (IV a.C.).
2 propagar, divulgar τὴν ... ἀπάτην Hdt.3.74, εἰ γὰρ μὴ ... τοιαύτην δόξαν ὑπὲρ ἑαυτοῦ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἐξήνεγκεν si no hubiera propagado entre los griegos esa mala fama sobre sí Critias en Ael.VH 10.13, τοῖς μὲν ἐκφέρουσιν εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isoc.8.14, cf. Men.Sam.707, ἂν ἐξενέγκω αὐτῆς τὸν λόγον Pl.Mx.236c, cf. X.An.5.6.17, Plu.Them.23, Per.36, τοὺς ἱερεῖς ... μὴ βούλεσθαι τἀληθὲς ἐκφέρειν εἰς πολλούς D.S.1.27, en v. pas., c. or. complet. οὐ γάρ ποτ' εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται ὡς ... E.Supp.561
•denunciar τὴν ἐπιχείρησιν Hdt.8.132
•publicar, dar al público ὅτε τὰς Νεφέλας ἐξέφερε cuando presentó «Las Nubes» (Aristófanes), Plu.2.10c, en v. pas., Isoc.9.74
•por parte de la divinidad transmitir, enseñar ὡς παρὰ τοῦ Διὸς τοὺς νόμους ἔχ<ων> ἐκφέροι εἰς ἀνθρώπους Str.10.4.19, τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74.
B tr., indic. mov. desde el propio suj.
I 1sacar de sí, producir frec. ref. a la tierra (γῆ) Δήμητρος καρπόν Hdt.4.198, cf. X.Oec.16.5, Plb.36.16.8, Plu.2.2e, ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου LXX Ge.1.12, (γῆ) ἐκφέρουσα ἀκάνθας (tierra) que produce cardos, Ep.Hebr.6.8, tb. ref. las plantas ὅτε (τὰ φυτά) σπέρμα ἐξενέγκειεν Arist.GA 731a22, cf. Arr.Epict.4.8.36, Gr.Nyss.Hom.in Cant.146.16, en v. pas. FD 4.280C.38 (II a.C.)
•en v. med. mismo sent. (ὅκως ἡ μάθησις) τοὺς καρποὺς ἐξενέγκηται Hp.Lex 2
•fig. de Europa fecundada por Zeus κοὐκ ἐμέμψατο (ἄρουρα) τοῦ μὴ 'ξενεγκεῖν σπέρμα ... πατρός A.Fr.99.9.
2 medic., suj. la mujer llevar a término, parir τὸ ἔμβρυον Hp.Mul.1.21.16, Nat.Mul.19, εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα dar a luz Pl.R.461c, αἳ Διὶ παῖδας ἐξέφερον Call.Del.57
•crist. en teol. trinitaria generar (ὁ πατήρ) ἐξ ἑαυτοῦ ἐξήνεγκε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Epiph.Const.Haer.76.49.4.
3 mar. echar fuera a la costa, sacar, devolver a tierra frec. c. indic. del lugar concr. τὸν δελφῖνα λέγουσι (Ἀρίονα) ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24, πόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων E.Hec.701, en v. pas. (νεκρῶν) ἐξενεχθέντων ὑπὸ τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου Th.1.54, cf. 4.12, Hdt.8.49, κατ' ἣν ἂν πόλιν ἐξενειχθῇ según a qué ciudad sea arrojado por la corriente del Nilo, Hdt.2.90.
4 echar fuera, mostrar κέρατα LXX Ps.68.32, φανερῶς ἐξέφερον τὸ μῖσος εἰς τοὺς προεστῶτας Plb.15.27.3.
5 exhalar δυσωδίαν Gr.Nyss.Mort.52.23, en v. pas. ἄσθμα ... ἐκφέρεται παρὰ χείλεσι δ' ἐχθρὸν ὄδωδεν Nic.Al.572.
II en el ámbito de la lengua y el pensamiento
1 expresar, exponer, formular πρὸς λόγους ἀνυστοὺς ... τὸ ὑποδειχθὲν ἐκφέροντες Hp.Decent.3, ἂν ἰατρικὸν ἢ φυσικὸν τι διὰ τῶν μέτρων ἐκφέρωσιν si exponen un tema médico o físico en verso Arist.Po.1447b17, διὰ τί οὐδεὶς ὅρον ἐκφέρει αὐτῶν ἰδέας; ¿por qué ninguno de ellos (los platónicos) formula una definición de la Idea? Arist.Metaph.1040b2, del orador τοὺς λόγους ... κατὰ τὴν ἐκλογήν D.H.Comp.20.7
•proferir, pronunciar οἴμοι, τίν' ἐξήνεγκας ... λόγον; S.Tr.741, τὴν δ' Ἰθώμην ὁμωνύμως τῇ Μεσσηνιακῇ λεγομένην οὔ φασι δεῖν οὕτως ἐκφέρειν y a ésta, llamada Itome igual que la de Mesenia, dicen, no hay que pronunciarla así Str.9.5.17, ὀλίγα πολλῶν ὄντων ἕνεκα δείγματος ἐκφέρω Ath.94f, en v. pas. πεποιημένα δὲ ὀνόματα ἐνάργειαν ποιεῖ διὰ τὸ κατὰ μίμησιν ἐξενηνέχθαι Demetr.Eloc.220, cf. 94
•emitir, formular pensamientos, opiniones διάνοιαν Phld.Po.5.26, ἐν βραχυτάτῃ λέξει νοῦν Plu.Dem.10, en v. pas. D.H.Orat.Vett.3.2
•ante instancias oficiales γνώμην ἐξήνεγκεν ἡ βουλή TAM 3(1).3A.10 (Termeso II d.C.), ψῆφον Philost.HE 2.11, Thdt.H.Rel.proem.1
•en v. med. emitir, exponer su propio πάντες γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐξεφέροντο Hdt.5.36.
2 en cont. oracular emitir, pronunciarse, dar ὁ θεὸς χρησμὸν ἐξήνεικεν ἀποφαινόμενος ἄμεινον ἡμῖν ἔσεσθαι ... Milet 1(3).150.16 (II a.C.), ἐξένεγκε τὸ σύμβολον τοῦτο saca este billete (si la respuesta es sí) PMil.Vogl.127.8 (III/II a.C.), cf. SB l.c., τοῦτο ἐκξένειγκον (sic) pronúnciate sobre esto, PFay.138.2 (I/II d.C.), cf. BGU 229, 230 (ambos II/III d.C.), en v. pas. τοῖς ἐξενηνεγμένοις χρησμοῖς ἀκόλουθα Milet 6(3).1052.19 (III/II a.C.).
C tr., indic. mov. hacia el propio suj.
1 llevarse, recoger para sí, apropiarse de productos del despojo, el robo abusivamente (ἢ) ἐκφέροι ὑψόσ' ἀείρας (δίφρον) o se llevaría (el carro) levantándolo en alto, Il.10.505, τρί' ἄλεισα κατακρύψασ' ὑπὸ κόλπῳ ἔκφερεν Od.15.470, otros bienes ἀλλ' ἔκφερ' αὐτό (φύλλον) pues llévatela (la hoja) de una planta medicinal, S.Ph.651, τὰ χρήματα Hdt.1.89, ἀργύριον LXX 4Re.15.20, οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα 1Ep.Ti.6.7
•en v. med. mismo sent. χρημάτων πολλὰ ἐξενείκασθαι Hdt.2.121, (ἀνειπών) ἀπιέναι τὰ ἑαυτοῦ ἐκφερόμενον Th.4.105, τὰ ὑφ' ὑμῶν ἡμῖν χρηματιζόμενα UPZ 42.21, τοὺς πλείονας καρπείας ἐξενηνεγμένους a los que han recogido los mayores usufructos, COrd.Ptol.53.68. (ambos II a.C.)
•fig. llevarse, conseguir, ganar ἄεθλον Il.23.785
•en v. med. mismo sent. τὠυτὸ ἐξενείκασθαι τῷ ... Μιλτιάδῃ Hdt.6.103, ἐξενέγκεσθαι κλέος S.El.60, cf. Tr.497, δόξαν ἐκφέρονται se ganan una reputación D.14.1, cf. Plb.7.10.4, 12.28.6.
2 llevar consigo, aportar ἐξενεγκεῖν Καρχηδονίους ... δισχιλία τάλαντα Plb.3.27.5, τὸν ἔρανον SIG 1207.9 (Queronea II a.C.), fig. ἄλλας ... χάριτας Demetr.Eloc.142, cf. Plu.Ant.10
•conllevar, comportar δύναμιν ἐκφέρει τίνα; νόσους ἀπέργει - ¿qué virtud conlleva? - Aparta las enfermedades E.Io 1012
•aducir ἄξια λόγου Lys.19.30, δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg.788c, cf. D.19.12.
D tr., c. valor perfectivo del preverb. llevar hasta el final, cumplir μισθοῖο τέλος ... ὧραι ἐξέφερον las horas llevaron a su fin el tiempo del salario pactado, Il.21.451, καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν Pi.N.4.61
•llevar a cabo, realizar ἐκφέρουσι γὰρ μητρῶι' ὀνείδη las hijas llevan a cabo las mismas faltas que sus madres E.Andr.621, κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐκφέρουσι Plu.Demetr.1.
E tr., usos esp. de mov. fig.
1 suj. abstr. llevar, conducir ὥς <σ'> ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύματα ¡cuán derechamente te conducen los oráculos! S.OC 1424, εὖ δέ σ' ἐκφέρει ... βάσις bien te conduce el rastro S.Ai.7, κινδυνεύει τοι ὥσπερ ἀτραπός τις ἐκφέρειν ἡμᾶς Pl.Phd.66b, en v. pas. ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει fui llevado hacia las propuestas de Protágoras Pl.Cra.386a, ἐκφερόμενος ὑπ' αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arist.PA 642a27, πρᾶξις ... ἥδ' ἐξοισθήσεται ἐξ ἀρχόντων Aen.Tact.23.7.
2 llevar a, dar acceso a (πύλαι) αἳ ἐπὶ τὸ ... βαλανεῖον ἐκφέροσι IG 13.84.37 (V a.C.).
3 ἐκφέρειν πόλεμον iniciar la guerra, declarar la guerra πóλεμóν γ' ἐκφέρειν ἐπ' ἣν ἂν βούλωνται χώρην Hdt.6.56, πόλεμον ἐξοίσειν πρός Λακεδαιμονίους X.HG 3.5.1, cf. D.1.21, ICr.3.3.A.73 (II a.C.), Anaximen.Rh.1425a11, D.S.5.71, Luc.VH 1.12, δῆλος ἦν ... πόλεμον ἐξοίσων Ῥωμαίοις Plb.2.36.4, en v. pas. TC 64.4 (III a.C.).
F intr.
I c. mov.
1 indic. punto de partida arrancar, salir corriendo en competición αἱ Φηρητιάδαο ... ἔκφερον ἵπποι Il.23.376, cf. 377, 759, X.Eq.3.4.
2 en v. med. marchar, moverse mismo sent. τὰ ... ἐν ταῖς ἀγέλαις ἐκφερόμενα los (peces) que marchan en bancos Mnesith.Ath.38.
3 fig. en v. med.-pas. inclinarse a, dejarse llevar por, entregarse c. πρός y ac. πρὸς ὀργὴν ἐκφέρῃ te entregas a la ira S.El.628, τὸ γὰρ εὐγενὲς ἐκφέρεται πρὸς αἰδῶ E.Alc.601, πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34, c. dat. ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς ... ἐκφερόμενοι Th.3.84, ὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Chrysipp.Stoic.3.92.6, cf. 127.4, c. part. predic. λέγων ἐξηνέχθην hablando me dejé llevar, e.e., me aparté del tema Pl.Cra.425a, cf. R.606c.
II ref. la palabra
1 dirigirse de palabra, ir a contar, denunciar ἐξοίσει γάρ τις πρὸς τὸν μάγον pues alguno irá con el cuento al mago Hdt.3.71, πρὸς ἑαυτὸν δὲ ἐκφέρων monologando Sch.Pi.O.1.5d.
2 en v. med. expresar, expresarse, pronunciarse αἱ ὀνοματοποιίαι ... ὧν τὰ πλεῖστα ἤδη καὶ κυρίως ἐκφέρεται Str.14.2.28, de sílabas ὅταν μακρῶς ἐκφέρεται D.H.Comp.15, cf. 14, τὰ διὰ τοῦ «ε» ἐκφερόμενα ἐπιρρήματα A.D.Adu.193.5, cf. 175.28, EM 157.19G.
III c. valor perfectivo del preverb.
1 llegar al final, cumplirse ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος cuando el duodécimo año llegara al fin de su último mes S.Tr.824
•ref. el embarazo ἐκφέρειν ἐς τέλος, διὰ τέλους llegar a término ὅταν ... τὸ δὲ ἔμβρυον ... ἐκφέρειν ἐς τέλος μὴ δύνηται Hp.Steril.237, cf. Arist.GA 748b30, HA 577b23, 606b22.
2 en v. med.-pas. tener éxito, resultar οὐκ ἐνῆν ἀμφότερα ἐξενέγκασθαι no era posible que ambas alternativas tuvieran éxito Aeschin.2.66, ἀνοήτων ... οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχθείη D.61.7.
German (Pape)
[Seite 784] (s. φέρω), 1) heraustragen, herausbringen; νηῶν δ' ἔκφερ' ἄεθλα Il. 23, 759; ἐξέφερον πολέμοιο 5, 664; Soph. Phil. 647; τεύχη Eur. Phoen. 779; Ar. Ach. 1109; ὅπλα ἐκ τοῦ μεγάρου Her. 8, 37; aus dem Meere ans Ufer, vom Arion, τὸν δὲ δελφῖνα λέγουσι ὑπολαβόντα ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον 1, 24; πόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. Hec. 701; ὥσπερ ἀτραπὸς ἐκφέρει, der Pfad führt heraus, Plat. Phaed. 66 b; wegtragen entwenden, Od. 15, 470; – med., χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ihr Lager heraustragend, Plat. Conv. 220 d; νίκην, (für sich) davontragen, Her. 6, 103; κλέος, sich erwerben, Soph. El. 60; Tr. 497; δόξαν Dem. 14, 1. Bes. – a) zum Begräbniß hinaustragen, bestatten; Il. 24, 786; ἐξενεῖκαι αὐτὸν κάλλιστα καὶ θάψαι Her. 7, 117; Plat. Phaed. 115 e; Eur. Alc. 716 u. Folgde. – b) von der Erde, hervorbringeningen; καρπόν Her. 1, 193; εἰς φῶς κύημα Plat. Rep. V, 461 c, ans Licht treten lassen; λόγον ἐξήνεγκας Soph. Trach. 733, vorbringen, wie öfter Plat., z. B. Menex. 236 c; kund werden lassen, aussprechen, δεῖγμα εἰς φῶς Legg. VII, 788 c, s. unter 2); oft δεῖγμα, Dem. 19, 12. 23, 175, wie μαρτυρίας τῆς ὕβρεως, Beweise geben, 45, 80. Auch μισθοῖο τέλος, herbeiführen, Il. 21, 450, wie πόλεμον, anstiften, Dem. 1, 21; πρός τινα, Xen. Hell. 3, 5, 1, wie Luc. Prom. 13; κατά τινος, Xen. Hell. 4, 8, 6; τινί, Pol.; μῖσος ἔς τινας, 15, 27, 3; νοῦν, Plut. Dem. 10. – Von Schriftstellern, herausgeben, Plat. Parm. 128 e u. Sp.; Ἀριστοφάνης ὅτε τὰς Νεφέλας ἐξέφερε, als er sie aufführte, Plut. educ. lib. 14; – Ἀπόλλωνα τὴν ἰατρικὴν ἐξενεγκεῖν, erfunden haben, D. Sic. 5, 74. – 2) ausbringen, unter die Leute bringen, bekannt machen; ἐξοισθήσεται εἰς Ἕλληνας Eur. Suppl. 577; τὴν ἀπάτην, ἐπιχείρησιν, Her. 3, 74. 8, 132; εἰς τὸ φῶς (s. oben 1 b); ἔργα εἰς τὴν ἀγοράν Aesch. 1, 97; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ τῆς πόλεως ἁμαρτήματα Isocr. 8, 14; εἰς τὸ στράτευμα λόγον, bringt ein Gerede unter das Heer, Xen. An. 5, 6, 17; πρὸς οὐδένα τοὺς λόγους Plut. Them. 23, Keinem mitteilen; ἐπὶ γέλωτι τὰς οἴκοι διατριβάς Pericl. 36; τοὺς λόγους πρὸς αὐτούς Dem. 53, 14; συνθήκας, vorlegen, 33, 18; εἰς, bes. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον, zur Genehmigung vors Volk bringen, 59, 4; τέλος, ein Edikt erlassen, Plut. Them. 12; vgl. Coriol. 6; D. Hal. 7, 35. 48; χρηστήριον, ein Orakel verkündigen, Her. 5, 79, u. oft ohne Zusatz; εὐχήν Xen. An. 1, 9, 11; Sp.; – ὑαγόνα διὰ τοῦ υ στοιχείου ἐκφέροντες, mit dem υ aussprechen, Ath. III, 94 f; öfter in Schol. – Auch im med., γνώμην ἐκφέρεσθαι Her. 5, 36, seine Meinung aussprechen. – 3) bis ans Ziel führen; τὸ μόρσιμον, brachte zur Erfüllung, Pind. N. 4, 61; διὰ τῶν ἀνοήτων οὐδὲν ἂν καλῶς ἐξενεχθείη Dem. 61, 7. von Schwangeren, die Leibesfrucht vollständig austragen, Arist. Auch intr., Soph. ὁρᾷς τὰ τοῦδε ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύματα, in Erfüllung gehen, O. C. 1426; ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, zu Ende gehen, Trach. 821. – 4) fortreißen; vom Pferde, Xen. De re equest. 3, 4; auch intr., durchgehen; aber Il. 23, 376. 759 auslaufen, hervorrennen; sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν ἐκφέρει Luc. D. Mort. 6, 2. – Von Affecten u. dgl. hingerissen werden; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς πλεῖστον ἐκφερόμενοι Thuc. 3, 84; πρὸς ὀργήν Soph. El. 618; πρὸς αἰδῶ Eur. Alc. 601; λέγων ἐξηνέχθην, in der Rede ließ ich mich fortreißen, habe das Wahre verfehlt, Plat. Crat. 425 a; ἐνταῦθα ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει, ich wurde auf das, was Pr. sagt, geführt, 386 a; ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι Rep. X, 606 c.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξοίσω, ao. ἐξήνεγκα, ao.2 ἐξήνεγκον;
Pass. ao. ἐξηνέχθην;
A. tr. I. porter hors de, d'où
1 emporter : τινα πολέμοιο IL qqn hors du champ de bataille ; ὅπλα ἐκ μεγάρου HDT emporter des armes hors d'un palais ; particul. emporter pour enterrer (cf. lat. efferre);
2 emporter avec soi : ἄεθλον IL remporter un prix;
3 porter hors (des limites) ; fig., au Pass. être emporté hors de soi, se laisser emporter (par la colère) ; en b. part ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ EUR se laisser induire à des sentiments de respect;
4 transporter : ἐπὶ Ταίναρον HDT à Ténare ; en parl. du chemin lui-même ὥσπερ ἄτραπος ἡμᾶς ἐκφέρει PLAT une sorte de sentier nous mène;
II. produire au dehors, particul. :
1 mettre au jour, produire : καρπόν HDT des fruits ; τὸ χρηστήριον HDT faire connaître la réponse de l'oracle ; publier (un ouvrage);
2 conduire à terme ; mettre à exécution, accomplir, acc.;
B. intr. se porter au dehors, s'élancer : οἱ ἵπποι ἔκφερον IL les chevaux s'élançaient ; fig. ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύματα SOPH les prédictions vont droit au but, càd s'accomplissent;
Moy. ἐκφέρομαι (f. ἐξοίσομαι, ao. ἐξηνεγκάμην);
I. porter d'un endroit à un autre, càd :
1 transporter, acc.;
2 emporter avec soi, remporter : νίκην HDT la victoire ; κλέος SOPH de la gloire;
II. produire au dehors : γνώμην HDT exposer son opinion.
Étymologie: ἐκ, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφέρω: (fut. ἐξοίσω, aor. 1 ἐξήνεγκα - эп.-ион. ἐξένεικα, aor. 2 ἐξήνεγκον; aor. pass. ἐξηνέχθην)
1 выносить (τι ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; τινὰ πολέμοιο Hom.);
2 выносить на берег: πόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. его выбросила на берег морская волна: τὸν (Ἁρίονα) δελφῖνα λέγουσι ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον Her. говорят, что Ариона дельфин доставил в Тенарон;
3 выносить для погребения (ἐξενεῖκαί τινα καὶ θάψαι Her.; νεκρόν Eur.);
4 уносить, похищать (τρία ἄλεισα Hom.);
5 med. уносить или увозить с собой (κόμης ἀγάλματα Eur.; τὰ ἑαυτοῦ Thuc.);
6 приобретать, получать (λοισθήϊον ἄεθλον Hom.); med.: ἐ. νίκην Her., Plut. одерживать победу; ἐξενείκασθαι κλέος Soph. и δόξαν Dem. стяжать себе славу;
7 увлекать, склонять (προς ὑποψίας τινά Plut.); pass. быть увлекаемым, поддаваться (ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Thuc. и πρὸς ὀργήν Soph.): ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ Eur. быть склонным к почтительности: λέγων ἐξηνέχθην Plat. я (слишком) увлекся в своей речи; ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν ἐξενεχθεὶς τῇ ὑπονοίᾳ Plut. догадавшись в чем дело; ἐκφέρεσθαι ἐπὶ τὴν μάχην Plut. устремляться в бой; ἐκφέρεσθαι ὑπ᾽ αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arst. следуя самому существу вопроса;
8 производить на свет, рождать (τὸν τῆς Δήμητρος καρπόν Her.; κύημα εἰς φῶς Plat.; σπέρμα Arst.);
9 вынашивать, донашивать (τὸ κύημα μέχρι или διὰ τέλους и εἰς τέλος Arst.);
10 выказывать, обнаруживать, проявлять (δύνασιν Eur.; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετάς Plut.; med. μέγα τι σθένος Soph.);
11 произносить (λόγον τινά Soph. - ср. 12);
12 (тж. ἐν φανερῷ ἐ. Plut.) объявлять, открывать, рассказывать, разглашать (τὴν ἐπιχείρησιν Her.; τὸν λόγον τινός Plat. - ср. 11; εἰς τοὺς Ἓλληνας τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.); οὔποτ εἰς Ἓλληνας ἐξοισθήσεται ὡς … Eur. никогда среди греков не будет речи о том, что …; ἐ. ἐπὶ γέλωτί τι Plut. выносить что-л. на посмеяние;
13 излагать, выражать (πλεῖστον νοῦν ἐν βραχυτάτῃ λέξει и βραχέως τι Plut.): γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐκφέρεσθαι Her. высказывать единогласное мнение;
14 представлять, предъявлять (δεῖγμα Dem. и δεῖγμα εἰς φῶς Plat.; μαρτυρίας τινός Dem.);
15 представлять, предлагать, вносить на утверждение (προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον Dem.): ἐ. ὅρον τινός Arst. предлагать определение чего-л.;
16 выпускать в свет, публиковать (διὰ μέτρων τι Arst.; Ἀριστοφάνης τὰς Νεφέλας ἐξέφερε Plut.): τὸ τέλος ἐ. Plut. издавать указ;
17 вводить (во всеобщее употребление), изобретать, создавать (τὴν ἰατρικήν Diod.);
18 обращать, направлять (τὸ μῖσος εἴς τινα Polyb.): ἐ. πόλεμον πρός τινα Xen., Arst., Plut., τινι Polyb., ἐπὶ τὴν χώραν Her. и ἐπί τινι Plut. идти войной на кого-л.;
19 приводить к концу, исполнять (τὸ μισθοῖο τέλος Hom.; τὸ μόρσιμον Pind.; ἐς ὀρθὸν τὰ μαντεύματα Soph.);
20 приводить (τινὰ ἐν τῇ σκέψει Plat.): ἐνταῦθ᾽ ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Plat. я вынужден сказать как Протагор;
21 грам. med. оканчиваться (διὰ τοῦ ε): ἐ. ἐπιρρηματικῶς иметь наречное окончание;
22 выбегать вперед, опережать (αἱ ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι Hom.): ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν πολλάκις ἐκφέρει погов. Luc. повозка часто опережает быка, т. е. все ставится вверх дном.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφέρω: μέλλ. ἐξοίσω: μέσ. μέλλ. ἐξοίσομαι μετὰ παθητ. σημασ., Ἡρόδ. 8. 49, 76. Φέρω ἔξω, ἐκκομίζω, ἐξάγω, τινὰ πολέμοιο Ἰλ. Ε. 664 κτλ.· ὅπλα ἐκ μεγάρου Ἡρόδ. 8. 37· οὕτω καὶ παρ᾿ Ἀττ., ἐκφ. πεύκας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 494· τὴν λήθην ἐκφέρειν, ἀποδιώκειν, ἐξορίζειν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 2) ἐκκομίζω πρὸς ταφήν, Λατ. efferre, ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δακρυχέοντες Ἰλ. Ω. 786, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 117, Ἀντιφῶντα 143. 40, κτλ., καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἐκφορὰ Ι. 3) λαμβάνω τι καὶ ἀπέρχομαι, ὑπεκκομίζω, τρί᾿ ἄλεισα Ὀδ. Ο. 470· λαμβάνω ὡς βραβεῖον ἢ ἀμοιβήν, ἄεθλον Ἰλ. Ψ. 785· συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, νίκην ἐκφ. Ἡρόδ. 6. 103, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 60, Δημ. 178. 7, κτλ. 4) ἐξάγω ἐκ τῆς θαλάσσης, ἀποβιβάζω εἰς τὴν ξηράν, ἐπὶ Ταίναρον Ἡρόδ. 1. 24, κτλ.· ὡσαύτως ῥίπτω εἰς τὴν ξηράν, πόντου νιν ἐξήνεγκε... κλύδων Εὐρ. Ἑκ. 701. ‒ Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., ἐξέρχομαι, ἀποβιβάζομαι, φέρομαι ἢ ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηράν, ἢν νικηθέωσι τῇ ναυμαχίῃ... ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Ἡρόδ. 8. 49· ὡς ἐπεὰν γένηται ναυμαχίη, ἐνταῦθα μάλιστα ἐξοισομένων τῶν τε ἀνδρῶν καὶ τῶν ναυηγίων αὐτόθι 76., 2. 90. ΙΙ. ἐκφέρω, κατὰ διαφόρους ἐννοίας· 1) ἐπὶ γυναικῶν, = φέρειν μέχρι τέλους, μέχρι δηλ. τοῦ τοκετοῦ, Ἱππ. 569. 17, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 18, πρβλ. 6. 22, 16, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, φέρω σπόρον, αὐτόθι 1. 23, 5· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, φέρω καρπόν, καρποφορῶ, Ἡρόδ. 1. 193., 4. 198. 2) ἐπὶ διορίας, κάμνω νὰ ἔλθῃ, ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μισθοῖο τέλος... ὧραι ἐξέφερον Ἰλ. Φ. 451· τὸ μόρσιμον Πινδ. Ν. 4. 100· κακίας, ἀρετὰς ἐκφ. Πλούτ. Δημ. 1. 3) φέρω τι ἔξω, Λατ. edere, ἅπτε, παῖ, λύχνον, κἄκφερε τὸ γραμματεῖον ἵν᾿ ἀναγνῶ λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 19· ἐκφ. χρηστήριον, διδόναι χρησμόν, Ἡρόδ. 5. 79· ἐκφ. λόγον Σοφ. Τρ. 741· δεῖγμα, Πλάτ. Νόμ. 788C, Δημ. 344. 20· ἐκφ. μῖσος εἴς τινας Πολύβ. 15. 27, 3· ἐκφ. τὴν ἰατρικὴν Διόδ. 5. 74· ἐπὶ δημοσίων ἀποφάσεων, ἐκφ. ἐς τὸν δῆμον Ἡρόδ. 9. 5· ἐκφ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον, παρουσιάζει εἰς τὴν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ νομοσχέδιόν τι, Δημ. 1346. 16· (οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Αἰσχίν. 71. 21): ‒ ἐπὶ συγγραφέων, δημοσιεύω σύγγραμμα, Πλάτ. Παρμ. 128Ε, Πλούτ. 2. 10C, κτλ.· ‒ καθόλου, ἀποκαλύπτω, διηγοῦμαί τι, τῷ μάγῳ Ἡρόδ. 3. 71: ‒ Μέσ., ἐκφέρεσθαι γνώμην, λέγειν γνώμην, ὁ αὐτ. 5. 36: ‒ Παθ., εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται Εὐρ. Ἱκ. 561. 4) φανερώνω, ἀποκαλύπτω, ἐμφανίζω, τὴν ἀπάτην Ἡρόδ. 3. 74· τὴν ἐπιχείρησιν ὁ αὐτ 8. 132. 5) ἔχω, ἀσκῶ, δύνασιν ἐκφέρει τίνα; Εὐρ. Ἴων 1012· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μέγα τι σθένος ἁ Κύπρις ἐκφέρεται νίκας, ἐξασκεῖ μέγα σθένος νίκης, Σοφ. Τρ. 497. 6) ἐκφέρειν πόλεμον, Λατ. inferre bellum, ἐπιχειρεῖν πόλεμον, Δημ. 15. 10· ἐπί τινα Ἡρόδ. 6. 56· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· τινι Πολύβ. 2. 36, 4, κτλ. 7) φέρω μετ᾿ ἐμοῦ, ἔχω ἐν ἐμοί, ὡς τὸ Λατ. referre, ἐκφέρουσι γὰρ μητρῷ᾿ ὀνείδη Εὐρ. Ἀνδρ. 621. 8) ἐκφράζω, διὰ μέτρων Ἀριστ. Ποιητ. 1. 11· ὅρον ἐκφ., σχηματίζειν ὁρισμόν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 10· ‒ προφέρω λέξεις κατὰ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, Ἀθήν. 94F. 9) ἀποτίνω, πληρώνω ὡς φόρον, δισχίλια τάλαντα Πολύβ. 3. 27, 5, κτλ. ΙΙΙ. φέρομαι πέραν τινός, ἔξω ὅρων ἐκφερόμενον ἀκόντιον Ἀντιφῶν 121. 29· τὸ πλεῖστον μεταφ., παραφέρομαι ἕνεκα πάθους, ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Θουκ. 3, 84· πρὸς ὀργὴν ἐκφέρεσθαι Σοφ. Ἠλ. 628· ἐκφ. πρὸς αἰδῶ, κλίνειν πρὸς τὴν αἰδῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 601· λέγων ἐξηνέχθην Πλάτ. Κρατ. 425Α· ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδιοποιὸς γενέσθαι ὁ αὐτ. Πολ. 606C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 34. IV. φέρω, ἄγω, εὖ δέ σ᾿ ἐκφέρει... βάσις Σοφ. Αἴ. 7· κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός τις ἐκφέρειν ἡμᾶς ἐν τῇ σκέψει Πλάτ. Φαίδων 66Β: ‒ Παθ., ἐνταῦθα ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει ὁ αὐτ. Κρατ. 386Α. V. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. ἑαυτόν), σπεύδω (πρὸ τῶν λοιπῶν), προφθάνω, εἶμαι πρῶτος, ὦκα δ᾿ ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο... ἔκφερον ἵπποι. τὰς δὲ μετ᾿ ἐξέφερον Διομήδεος... ἵπποι Ἰλ. Ψ. 376, πρβλ. 759· ὡσαύτως, δραπετεύω, Ξεν. Ἱππ. 3. 4. 2) συντελῶ πρὸς ἐκπλήρωσιν, ὁρᾷς τὰ τοῦδε... ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύματα Σοφ. Ο. Κ. 1424, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· φθάνω εἰς τὸ τέλος, ὁ αὐτ. Τρ. 824.
English (Autenrieth)
ipf. ἐξέφερον, ἔκφερε, fut. 3 pl. ἐξοίσουσι: bear or carry out or off; of bearing away a prize, Il. 23.785; stolen property, Od. 15.470; bringing payment to maturity, Il. 21.450; and especially of carrying forth the dead for burial, Il. 24.786; intrans., take the lead, in racing, Il. 23.376, 759.
English (Slater)
ἐκφέρω carry out; fulfil καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (sc. Χίρων) (N. 4.61)
English (Strong)
from ἐκ and φέρω; to bear out (literally or figuratively): bear, bring forth, carry forth (out).
English (Thayer)
future ἐξοίσω; 1st aorist ἐξήνεγκα; 2nd aorist ἐξηνεγκον;
1. to carry out, to bear forth: τινα, Homer, Iliad 24,786 down; see ἐκκομίζω); τί, to (bring i. e.) lead out: τινα, T Tr text WH.
3. to bring forth i. e. produce: of the earth bearing plants, Winer's Grammar, § 45,6a.); (Herodotus 1,193; Xenophon, oec. 16,5; Aelian v. h. 3,18 and often; the Sept., Song of Solomon 2:13).
Greek Monolingual
(AM ἐκφέρω)
1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω
2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω
3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό»)
νεοελλ.
γραμμ. παθ. εκφέρομαι
συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική»)
μσν.
1. απαγγέλλω, εκδίδω δικαστική απόφαση
2. αποβάλλω
3. αποκαλύπτω, φέρω στο φως
4. αναδίδω οσμή
5. φέρνω
6. κατευθύνω, οδηγώ
7. «ἐκφέρω συγγραφήν», συγγράφω
8. επιφορτίζομαι («ὅστις μερίμνας διηνεκεῖς ἐκφέρει», Διγ.)
9. (αμτβ.) χύνομαι, ρέω («διὰ τῶν ῥινῶν αἷμα ἐκφέρει», Ιερακοσ.)
αρχ.
1. βγάζω, παίρνω κάτι και το φέρνω έξω
2. παίρνω ως βραβείο ή αμοιβή
3. «ἐκφέρω πόλεμον» — κηρύσσω ή επιχειρώ πόλεμο
4. προκαλώ τον θάνατο κάποιου, τον ξεκάνω
5. φέρνω μαζί μου, αποκομίζω
6. φέρω εις πέρας, αποτελειώνω, συμπληρώνω
7. φέρνω ή βγάζω κάτι από τη θάλασσα στην ξηρά, ρίχνω στην ξηρά, αποβιβάζω
8. (για γυναίκα) κρατώ ώς το τέλος το έμβρυο, ώς τη στιγμή της γεννήσεως, γεννώ
9. (για γη) παράγω
10. (για φυτά) φέρνω καρπό, καρποφορώ, παράγω καρπό
11. γνωστοποιώ, ανακοινώνω
12. (για δημόσια μέτρα) εισηγούμαι
13. (για συγγραφείς) εκδίδω, δημοσιεύω
14. παρουσιάζω, επιδεικνύω, εκθέτω
15. εμφανίζω, φανερώνω, αποκαλύπτω
16. αναπτύσσω, εξασκώ
17. προδίδω, μαρτυρώ
18. προφέρω
19. πληρώνω ως φόρο ή ως αποζημίωση
20. απαιτώ φορτικά, εκβιάζω
21. δραπετεύω
22. παθ. ἐκφέρομαι
φέρομαι πέρα από ένα όριο, παραφέρομαι από πάθος, οργή κ.λπ.
23. ακολουθώ τα ίχνη
24. (αμτβ.) (ενν. εμαυτόν) έρχομαι πρώτος, προηγούμαι από τους άλλους
25. (για μαντείες) επαληθεύω, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, βγαίνω αληθινός
26. αίρω.
Greek Monotonic
ἐκφέρω: μέλ. -ἐξοίσω, Μέσ. μέλ. ἐξοίσομαι με Παθ. σημασία·
I. 1. μεταφέρω έξω από ένα μέρος, με γεν., ή ἐκ τόπου, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. μεταφέρω νεκρό προς ταφή, κάνω εκφορά των νεκρών, Λατ.efferre, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
3. παίρνω ως βραβείο ή αμοιβή, στο ίδ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ., Αττ.
4. βγάζω έξω από τη θάλασσα, ρίχνω στη ξηρά, σε Ηρόδ., σε Ευρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αποβιβάζομαι στη στεριά, ρίχνομαι στη ξηρά, σε Ηρόδ.
II. δημιουργώ,
1. λέγεται για γυναίκες ή για το έδαφος, γεννώ, παράγω, καρποφορώ, στον ίδ.
2. προκαλώ, πετυχαίνω, κατορθώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ.
3. βγάζω έξω, παρουσιάζω, δημοσιεύω, κοινολογώ, σε Αριστοφ.· ἐκφ. χρηστήριον, χρησμοδοτώ, σε Ηρόδ.· λέγεται για δημόσιες αποφάσεις, προβάλλω, εμφανίζω, παρουσιάζω, φανερώνω, δημοσιοποιώ, ἐκφ. ἐς τὸν δῆμον, στον ίδ., Δημ.
4. γενικά, αποκαλύπτω, διηγούμαι, εξαπατώ, προδίδω, σε Ηρόδ. — Μέσ., ἐκφέρεσθαι γνώμην, να εκφράζει την άποψή του, στον ίδ.
5. εξασκώ, ασκώ, χρησιμοποιώ, ασκώ, δύνασιν, σε Ευρ.· και σε Μέσ., σε Σοφ.
6. ἐκφέρειν πόλεμον, Λατ. inferre bellum, να επιχειρείς, να διεξάγεις πόλεμο, σε Ηρόδ., Ξεν.
7. έχω τα χαρακτηριστικά ενός πράγματος, σε Ευρ.
III. Παθ., μεταφέρομαι πέρα από τα σύνορα, παρασύρομαι, παραστρατίζω, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
IV.φέρνω, οδηγώ σε συγκεκριμένο σημείο, σε Σοφ., Πλάτ.
V. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν)·
1. εξορμώ (πριν τους άλλους), σε Ομήρ. Ιλ.· δραπετεύω, σε Ξεν.
2. εκπληρώνω, ολοκληρώνω, φθάνω στο τέλος, πραγματοποιώ, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ἐξοίσω fut. mid. ἐξοίσομαι in pass. sense
I. to carry out of a place, c. gen., or ἐκ τόπου, Il., Hdt.
2. to carry out a corpse for burial, Lat. efferre, Il., etc.
3. to carry off as prize or reward, Il.: so in Mid., Hdt., Attic
4. to carry out of the sea, to throw ashore, Hdt., Eur.:—Pass., with fut. mid., to come to land, be cast ashore, Hdt.
II. to bring forth,
1. of women, of the earth, to bring forth, produce, Hdt.
2. to bring about, accomplish, Il.
3. to bring out, publish, Ar.: ἐκφ. χρηστήριον to deliver an oracle, Hdt.:—of public measures, to bring forward, ἐκφ. ἐς τὸν δῆμον Hdt., Dem.
4. generally to disclose, tell, betray, Hdt.:—Mid., ἐκφέρεσθαι γνώμην to declare one's opinion, Hdt.
5. to put forth, exert, δύνασιν Eur.; and in Mid., Soph.
6. ἐκφέρειν πόλεμον, Lat. inferre bellum, to begin war, Hdt., Xen.
7. to bear the marks of a thing, Eur.
III. Pass. to be carried beyond bounds, be carried away, Soph., Thuc., etc.
IV. to carry to a certain point, Soph., Plat.
V. intr. (sub. ἑαυτόν) to shoot forth (before the rest), Il.: to run away, Xen.
2. to come to fulfilment, come to an end, Soph.
Chinese
原文音譯:™kfšrw 誒克-費羅
詞類次數:動詞(7)
原文字根:出去-攜帶
字義溯源:抬出去,拿出來,抬,帶,帶去,生長,長出;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出去)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成
出現次數:總共(8);可(1);路(1);徒(4);提前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 抬出去(2) 徒5:6; 徒5:10;
2) 他們⋯抬出去(1) 徒5:9;
3) 帶⋯去(1) 提前6:7;
4) 長出(1) 來6:8;
5) 抬(1) 徒5:15;
6) 拿出來(1) 路15:22;
7) 帶(1) 可8:23
English (Woodhouse)
announce, betray, declare, disclose, disseminate, divulge, impart, noise abroad, produce, publish, reveal, tell, bear forth, bear out, blaze abroad, bring forth, bring forward, bring out a play, bring out, bring up a question, carry in funeral procession, carry out for burial, carry out, cast ashore, fetch out a thing, give out, make known, wash ashore
Translations
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son
Lexicon Thucydideum
asportare, to carry away, 4.105.2,
PASS. efferri, eiici, to be carried forth, be expelled, 1.54.1, 4.12.1,
Transl. translate animo efferri, to be elated in spirit, 3.84.1.