χάλκευμα
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything made of brass, e.g. an axe or sword, A.Ch.576. 2 in pl., brazen bonds, Id.Pr.19.
German (Pape)
[Seite 1330] τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Geräth; Fessel, δυσλύτοις χαλκεύμασι προσπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν θήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.
Greek (Liddell-Scott)
χάλκευμα: τό, τὸ ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, π. χ. πέλεκυς ἢ ξίφος, Αἰσχύλ. Χο. 576. 2) ἐν τῷ πληθ., δεσμὰ ἐκ χαλκοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 19.