βομβαύλιος
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης, bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βομβαύλιος -ου, ὁ βομβέω, αὐλός kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.
Russian (Dvoretsky)
βομβαύλιος: ὁ ирон. дударь, свистун Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.
Greek Monolingual
βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].
Greek Monotonic
βομβαύλιος: ὁ (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
βομβέω, αὐλός
a bagpiper, with a play on βομβυλιός, Ar.
Translations
bagpiper
Asturian: gaiteru; Basque: gaitajole; Bulgarian: гайдар; Catalan: gaiter; Czech: dudák; Danish: sækkepibespiller; Dutch: doedelzakspeler; Faroese: sekkjarpípuleikari; Finnish: säkkipillinsoittaja; French: cornemuseur; Galician: gaiteiro; German: Dudelsackspieler, Dudelsackspielerin, Dudelsackpfeifer, Dudelsackpfeiferin; Greek: γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκαϊντατζής, τσαμπουνάρης, τσαμπουνιάρης, τσαμπουνιέρης, παίκτης ασκαύλου, παίκτης τσαμπούνας; Ancient Greek: ἀσκαύλης, βομβαύλιος; Latin: ascaules, utricularius; Macedonian: гајдар, гајдаџија; Norwegian Bokmål: sekkepipespiller; Polish: dudziarz, kobziarz, koziarz; Portuguese: gaiteiro; Russian: волынщик, волынщица; Scottish Gaelic: pìobair; Serbo-Croatian Cyrillic: гајдаш; Roman: gajdaš; Slovak: gajdoš; Spanish: gaitero; Ukrainian: ґайдар, дудар