σαγηνοβόλος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ,
A one who casts the σαγήνη, fisherman, AP6.167 (Agath.), 10.10 (Arch.Jun.).
German (Pape)
[Seite 857] das große Netz auswerfend, der Netzfischer; Agath. 28 (VI, 167); Archi. (X, 10).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνοβόλος: ὁ, ὁ ῥίπτων τὴν σαγήνην, ὁ ψαρεύων μὲ τὴν σαγήνην, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 167., 10. 10.