ἐμμέλεια

From LSJ
Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμέλεια Medium diacritics: ἐμμέλεια Low diacritics: εμμέλεια Capitals: ΕΜΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: emméleia Transliteration B: emmeleia Transliteration C: emmeleia Beta Code: e)mme/leia

English (LSJ)

ἡ, (ἐμμελής)

   A harmony in music or the fit modulation of spoken words, D.H.Dem.50: generally, harmony, gracefulness, ἀνασῴζειν τὴν ἐ. Plu.2.747b; ἐ. ἀγριοφανῆ καὶ αὐστηράν, of Pan, Corn. ND27; οὐ παρέργως, ἀλλὰ μετά τινος ἐ. Jul.Or.7.217a.    II a tragic dance, opp. πυρρίχη, Pl.Lg.816b; opp. σίκιννις and κόρδαξ, Ath.1.20e, 14.631d, Luc.Salt.26; the tune of this dance, Hdt.6.129.    II Com., ἐ. κονδύλου knuckle-dance, Ar.V.1503.

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, 1) das Zusammentreffen im Gesange, Plut. oft; angemessene Modulation der Stimme im Sprechen, D. Hal. de admir. vi Dem. 50 u. öfter, wie Plut. – Übh. Uebereinstimmung, Angemessenheit, Comp. Lyc. et Num. 4 u. öfter, bes. in der Sprache, Concinnität. – 2) der Chortanz in der Tragödie, VLL.; übh. ein ernster, anständiger Tanz, Her. 6, 129; Plat. Legg. VII, 816 b; Ath. I, 21 e XIV, 631 c; vgl. auch Luc. salt. 22. Bei Ar. Vesp. 1503 komisch ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμέλεια: ἡ, (ἐμμελὴς) πλήρης ἁρμονία ἐν τῇ μουσικῇ ἢ ἡ ἁρμόζουσα τροποποίησις τῆς φωνῆς κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50: - καθόλου, ἁρμονία, χάρις, Λατ. concinnitas, Πλούτ. 2. 747Β· ἁρμοδιότης, καταλληλότης, ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 14. ΙΙ. μεγαλοπρεπής, τραγικὴ ὄρχησις, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὴν πολεμικὴν ὄρχησιν, τὴν πυρρίχην, Πλάτ. Νόμ. 816Β, καὶ πρὸς τὴν σατυρικήν, τὴν σίκιννιν καὶ τὴν ἀκόλαστον κωμικὴν ὄρχησιν, τὸν κόρδακα, Ἀθήν. 20Ε, 631C. Λουκ. π. Ὀρχ. 26· τὸ μέλος ταύτης τῆς ὀρχήσεως, Ἡρόδ. 6. 129, ἔνθα Schweigh., πρβλ. Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 897· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Σφηξὶ 1503 σκωπτικῶς ὁμιλεῖ περὶ ἐμμελείας κονδύλου, ὡς εἰ ἔλεγεν ἐμμέλεια ᾠδῆς.