γρυπός

From LSJ
Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡπός Medium diacritics: γρυπός Low diacritics: γρυπός Capitals: ΓΡΥΠΟΣ
Transliteration A: grypós Transliteration B: grypos Transliteration C: grypos Beta Code: grupo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hook-nosed, aquiline, opp. σιμός, X.Cyr. 8.4.21, Pl.R.474d, etc.: generally, hooked, ὄνυχες Aret.SA2.1, SD 1.8; curved, γρυπὴ γαστήρ a round paunch, X. l. c.; γ. στέφανος Eub.105 (Sup.); τὸ γρυπόν, = γρυπότης, Arist.Pol.1309b24.

German (Pape)

[Seite 507] gekrümmt, Sp. γρυπότατος στέφανος Eubul. Ath. XV, 679 d, was Mein. für korrupt hält; bes. der eine Adlernase hat, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Plat. Rep. V, 474 e u. Folgde; Ggstz σιμός.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡπός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα κεκυρτωμένην, ὁ ἔχων ἀέτιον ῥῖνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμός, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Πλάτ. Πολιτ. 474 Ε˙ οὕτω, γρ. ὄνυχες Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 2) καθόλου, κεκυρτωμένος, γρυπὴ γαστήρ, κυρτή, καμπύλη, στρογγύλη κοιλία, στόμαχος, Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ.˙ γρ. στέφανος Εὔβουλ. Στεφ. 3˙-τὸ γρυπὸν=γρυπότης Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 7.