γρυπός
English (LSJ)
ή, όν,
A hook-nosed, aquiline, opp. σιμός, X.Cyr. 8.4.21, Pl.R.474d, etc.: generally, hooked, ὄνυχες Aret.SA2.1, SD 1.8; curved, γρυπὴ γαστήρ a round paunch, X. l. c.; γ. στέφανος Eub.105 (Sup.); τὸ γρυπόν, = γρυπότης, Arist.Pol.1309b24.
German (Pape)
[Seite 507] gekrümmt, Sp. γρυπότατος στέφανος Eubul. Ath. XV, 679 d, was Mein. für korrupt hält; bes. der eine Adlernase hat, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Plat. Rep. V, 474 e u. Folgde; Ggstz σιμός.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα κεκυρτωμένην, ὁ ἔχων ἀέτιον ῥῖνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμός, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Πλάτ. Πολιτ. 474 Ε˙ οὕτω, γρ. ὄνυχες Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 2) καθόλου, κεκυρτωμένος, γρυπὴ γαστήρ, κυρτή, καμπύλη, στρογγύλη κοιλία, στόμαχος, Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ.˙ γρ. στέφανος Εὔβουλ. Στεφ. 3˙-τὸ γρυπὸν=γρυπότης Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 7.