χερνίπτομαι

From LSJ
Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερνίπτομαι Medium diacritics: χερνίπτομαι Low diacritics: χερνίπτομαι Capitals: ΧΕΡΝΙΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: cherníptomai Transliteration B: cherniptomai Transliteration C: cherniptomai Beta Code: xerni/ptomai

English (LSJ)

fut.

   A -ψομαι E.IT622: Med.: (χείρ, νίζω):—wash one's hands with holy water, esp. before sacrifice, χερνίψαντο δ' ἔπειτα Il.1.449; αὐτός γε χερνίπτου Ar.Pax961; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys.6.52.    2 sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, χαίτην E.l.c.    II Act. χερνίπτω, sacrifice, only Lyc.184:—aor. Pass. χερνιφθείς dedicated, AP6.156 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1350] med., sich die Hände mit Weihwasser waschen, was bes. vor dem Opfern geschah; χερνίψαντο Il. 1, 449; mit Weihwasser besprengen, dadurch reinigen u. weihen, χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι Eur. I. T. 607, wie Ar. Pax 926 beim Opfer; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52; bei Theodor. 6 (VI, 156) ist χερνιφθέντα nicht recht klar, ob es pass. od. akt. zu nehmen, es scheint aber »geweiht« zu bedeuten, wie Lycophr. 184 das act. für »opfern« braucht.

Greek (Liddell-Scott)

χερνίπτομαι: μέλλ. -ψομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 622. - Μέσ.· (χείρ, νίζω). Νίπτω τὰ χεῖράς μου δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, μάλιστα πρὸ τῆς θυσίας, χερνίψαντο δ’ ἔπειτα Ἰλ. Α. 449· αὐτός τε χερνίπτου Ἀριστοφ. Εἰρ. 961· ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Λυσί. 108. 1, πρβλ. Δημ. 505. 14. 2) ῥαντίζω δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, καθαρίζω, ἐξαγνίζω ἢ καθιερῶ δι’ αὐτοῦ, χαίτην Εὐρ. Ι. Τ. 607. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. χερνίπτω, θυσιάζω, μόνον ἐν Λυκόφρ. 184. - Παθητ. χερνιφθείς, καθιερωθείς, ἀφιερωθείς, Ἀνθ. Π. 6. 156.