παλλακή

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλᾰκή Medium diacritics: παλλακή Low diacritics: παλλακή Capitals: ΠΑΛΛΑΚΗ
Transliteration A: pallakḗ Transliteration B: pallakē Transliteration C: pallaki Beta Code: pallakh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακάς Hdt. 1.135, cf. 84, 2.130, al., Ar.V.1353, Antipho 1.14, Lexap. D.23.53, Lys. 1.31, Pl.Ion538b, Lg.841d, D.59.122, LXX Jd.19.1, etc.; μηδὲ π. μηδὲ παιδικὸν ἔχειν Mitteis Chr.284.4 (ii B. C.). (Prop. young girl, Ael.Dion.Fr.172; cf. πάλλαξ.)

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, wie πάλλαξ, Kebsweib; Her. 1, 84. 135; Ar. Vesp. 1353; Plat. Legg. VIII, 841 d, Dem. 59, 122 unterscheidet γυνή, die rechtmäßige zum Kinderzeugen geheirathete Gattinn, παλλακὴ τῆς καθ' ἡμέραν θεραπείας τοῦ σώματος ἕνεκα, ἑταίρα ἡδονῆς ἕνεκα.

Greek (Liddell-Scott)

παλλᾰκή: ἡ, = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακὰς Ἡρόδ. 1. 135, πρβλ. 84., 2. 130, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1353, Ἀντιφῶν 113. 5, Λυσ. 94, 34, κτλ. Ἡ παλλακὴ ἦτο συνήθως αἰχμάλωτοςἀργυρώνητος δούλη διακρινομένη ἀπό τε τῆς νομίμου συζύγου (ἴδε ἀνωτέρ.), καὶ ἀπὸ τῆς ἑταίρας, Δημ. 1386. 20. (Κυρίως = νέον κοράσιον, ἴδε Παλλάς).