ἑλίκων
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A thread spun from the distaff to the spindle, Hsch. II a nine-stringed instrument, Aristid.Quint.3.3, Ptol.Harm.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίκων: -ωνος, ὁ, τὸ «ἀπὸ χειρὸς νῆμα τὸ φερόμενον ἐν τῷ ἀτράκτῳ ἐπὶ τὴν γῆν» Ἡσύχ. ΙΙ. ἑλικών, ῶνος, ὁ, τετράγωνον μουσικὸν ὄργανον μετὰ ἐννέα χορδῶν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 3, π. 187, Meib., Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 899.