χρηστεύομαι
English (LSJ)
A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.
German (Pape)
[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.