χρηστεύομαι

Revision as of 10:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.

German (Pape)

[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.