ἀπαρθένευτος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον,
A unmaidenly, unfitting a maiden, E.Ph.1739 (lyr.), neut. pl. as Adv., cf. Id.IA993. II deflowered, Sch. Theoc. 2.41. III virginal (as if from παρθενεύω, = κορεύω), S.Fr.304, Carm.Pop.8.
German (Pape)
[Seite 280] 1) einer Jungfrau nicht ziemend, unjungfräulich, ἀπαρθένευτα ἀλᾶσθαι Eur. Phoen. 1729; I. A. 993. – 2) jungfräulich, Soph. frg. 287.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρθένευτος: -ον, ἀπρεπὴς εἰς παρθένον, ἀνάρμοστος παρθένῳ, Εὐρ. Φοίν. 1740, κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., πρβλ. τοῦ αὐτ. Ι. Α. 993, Ἀθήν. 622D (Bgk. Λυρ. σ. 879). ΙΙ. (α ἀθροιστ.) μὴ διαπαρθενευθεῖσα (κόρη), παρθενική, Σοφ. Ἀποσπ. 287.