εὔνομος

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνομος Medium diacritics: εὔνομος Low diacritics: εύνομος Capitals: ΕΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: eúnomos Transliteration B: eunomos Transliteration C: eynomos Beta Code: eu)/nomos

English (LSJ)

ον, (νόμος)

   A under good laws, well-ordered, πόλις Pi.I.5(4).22, Pl.Ti.20a (Sup.); Σκύθαι A.Fr.198; ἄνδρες Pl.Lg.815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.).    2 of things, ἔρανος -ώτατος Pi.O.1.37; μοῖρα εὔ., = εὐνομία, Id.N.9.29.    II (νομή) of places, good for pasture, Longus 4.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1083] 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 (νομή) Σκύθαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὔνομος: -ον, (νόμος) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, καλῶς κυβερνώμενος, πόλις Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἔρανος εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· μοῖρα εὔν. = εὐνομία, ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.