ἀνελεύθερος

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελεύθερος Medium diacritics: ἀνελεύθερος Low diacritics: ανελεύθερος Capitals: ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Transliteration A: aneleútheros Transliteration B: aneleutheros Transliteration C: aneleytheros Beta Code: a)neleu/qeros

English (LSJ)

ον,

   A not free, σῶμα, of a slave, Pherecr.8 D.; slavish, of a shameful death, A.Ag.1494 (lyr.); ἀτιμίαι Arist.Pol. 1336b12.    2 of actions, servile, mean, ἀ. εἶναι νομίζω κακηγορίας δικάζεσθαι Lys.10.2, cf. Pl.Tht.182c; ἀ. ἐργασίαι Arist.EN1121b33; παιδιαί Pol.1336a29.    3 esp. in money matters, niggardly, Ar.Pl. 591, Arist.EN1107b13, 1122a5, etc.    4 rude, unpolished, διάλεκτος Ar.Fr.685.    5 of animals, mean, treacherous, ζῷα ἀ. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Arist.HA488b16.    II Adv. -ρως meanly, προσαιτεῖν X.Ap.9; ζῆν Alex.265.7.

German (Pape)

[Seite 222] unfrei, eines freien Mannes unwürdig, also unedel, knechtisch, κοίτη, der Sklavin Bett, Aesch. Ag. 1472; θάνατος 1502; vgl. Lys. 10, 2; Plat. vrbdt es mit ἀγεννής, Gorg. 465 b; mit δουλοπρεπής, 518 a; ταπεινός, Legg. VII, 791 d; Xen. Mem. 3, 10, 5; bes. kleinlich sparsam, schmutzig geizig, Ar. Plut. 591; mit φιλοχρήματος vrbdn Plat. Rep. V, 469 d; mit μικρολόγος Dem. 59, 36. Ausführlicher Arist. Eth. N. 2, 7 dem ἐλευθέριος entgegengesetzt, ὁ ἀν. ἐν μὲν λήψει ὑπερβάλλει, ἐν δὲ ἀνέσει ἐλλείπει; vgl. 4, 1. – Adv., Xen. Apol. 9; ζῆν Alex. Ath. II, 40 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελεύθερος: -α, -ον, οὐχὶ ἐλεύθερος, δουλικός, δουλοπρεπής, ἐπὶ αἰσχροῦ (ἐπονειδίστου) θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494· ἀτιμίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 9. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀνελεύθερος, δουλικός, οὐτιδανός, χαμερπής, φαῦλος, Λυσ. 116. 22, Πλάτ.: οὕτως, ἀνελ. ἐργασίαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· παιδιαὶ Πολιτικ. 7. 17, 4. 3) ἰδίως ἐπὶ χρηματικῶν ὑποθέσεων, φειδωλός, φιλάργυρος, γλίσχρος, Ἀριστοφ. Πλ. 591, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 7., 4. 1, 37. 4) ἄγροικος, ἄξεστος, διάλεκτον ἔχοντα μέσην πόλεως οὔτ’ ἀστείαν ὑποθηλυτέραν οὔτ’ ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552. 5) ἐπὶ ζῴων, δόλιος, πανοῦργος, [ζῷα] ἀν. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρως, χαμερπῶς, δουλοπρεπῶς, προσαιτεῖν Ξεν. Ἀπολ. 9· ζῆν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8.