ἐντρέπω

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρέπω Medium diacritics: ἐντρέπω Low diacritics: εντρέπω Capitals: ΕΝΤΡΕΠΩ
Transliteration A: entrépō Transliteration B: entrepō Transliteration C: entrepo Beta Code: e)ntre/pw

English (LSJ)

   A turn about, τὰ νῶτα Hdt.7.211; ἐξεστραμμένην ἕδραν ἐ. reduce prolapsed anus, Gal.12.365; of a muscle, turn the eye in, Id.UP10.9 (Pass.).    2 mostly metaph., make one turn, put him to shame, 1 Ep.Cor.4.14, Ael.VH3.17, S.E.P.3.135, D.L.2.29.    3 alter, Luc. Hist.Conscr.15; τὴν φωνὴν εἰς μέλος Id.Pseudol.7.    4 Med., ἐντρέψασθαι· τὸ εἴσω τρέψαι τὸ ἱμάτιον, Hsch.    II Med. or Pass., fut. ἐντραπήσομαι LXXLe.26.41, al.; turn about, hesitate, esp. feel misgiving or compunction, στείχωμεν ἤδη μηδ' ἔτ' ἐντρεπώμεθα (where Sch. compares ἐντροπαλίζομενος) S.OC1541; ἐνετρέποντο . . ἐν ἑαυτοῖς Plb. 31.2.6 (prob. cj.).    2 c. gen. pers., turn towards, give heed or regard to, respect, reverence, οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῦ κταμένοιο; Il.15.554, cf. Od.1.60; συμμάχου S.Aj.90; δωμάτων Id.OT1226; νόμων Pl.Cri.52c, etc.; ὧν ἐντρέπου σὺ μηδέν S.OT724: c. inf., take heed to... φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπευ cj. in Thgn. 400: aor. 2 Pass., <οὐκ> ἐντρεπέντος τοῦ Ἀμώσιος since A. paid no attention, UPZ5.24 (ii B. C.).    3 later c. acc., reverence, feel regard for, τὴν πολιάν Alex.71, cf. Plb.3.10.3, al., Ev.Marc.12.6.    b feel shame on account of, Plb.2.49.7.    4 abs., feel shame or fear, UPZ 62.29 (ii B. C.), 2 Ep.Thess.3.14, Ep.Tit.2.8.

German (Pape)

[Seite 858] umwenden, umkehren; τὰ νῶτα, den Rücken kehren, sich zur Flucht wenden, Her. 7, 211; Einen in sich kehren, machen, daß er in sich geht, seine Gesinnung ändert, rühren, beschämen, Ael. V. H. 3, 17 D. L. 2, 29 u. a. Sp., bes. N. T – Uebh. verändern, Luc. conscr. hist. 15, vgl. Pseudolog. 14. – Häufiger pass. (aor. ἐνετράπην), οὐδέ νύ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, wendet sich dir dein Herz nicht, wird es nicht gerührt, od. mit Nitzsch: und doch wird das Herz dir nicht hingewendet, Il. 15, 554 Od. 1, 60; στείχωμεν ἤδη, μηδ' ἔτ' ἐντρεπώμεθα, laßt uns nicht mehr uns umwenden, zögern, Soph. O. C. 1538; τινός, sich an Einen kehren, sich um Etwas kümmern, es beachten, εἴπερ τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων O. R. 1226; τί βαιὸν οὕτως ἐντρέπει τῆς συμμάχου; Ai. 90, vgl. El. 509; μηδὲν ἐντραπῇς O. R. 1056; οὔτε κέντρων οὔτε μάστιγος ἔτι ἐντρέπεται Plat. Phaedr. 254 a; τῶν νόμων Crit. 52 c; so entspricht sich bei Xen. Hell. 2, 3, 33 τοῦ πλεονεκτεῖν ἐπιμελούμενος u. τοῦ δὲ καλοῦ καὶ τῶν φίλων μηδὲν ἐντρεπόμενος, sich nicht darum kümmernd; Sp., οἷς πρότερον οὐ προσέχετε τὸν νοῦν, τούτων νῦν ἐντραπέντες Pol. 9, 31, 6. – C. inf., Sorge tragen, daß Etwas geschehe, Theogn. 392; – τί, sich wovor schämen, scheuen, τινά, vor Jemandem, Pol. 2, 49, 7 u. öfter; τὴν πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται Alexis Prisc. 18 p. 205; dem αἰδεῖσθαι entsprechend, Plut. instit. Lac. p. 248; D. Hal. u. a. Sp., bes. oft im N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρέπω: μέλλ. -τρέψω, στρέφω, τὰ νῶτα Ἡρόδ. 7. 211: μεταφ., κινῶ τινα εἰς σέβας, ἐνέτρεψαν τὴν σύγκλητον, «εἰς αἰδῶ καὶ σέβας ἐκίνησαν» (Σημ. Κοραῆ), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 17, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 135, Διογ. Λ. 2. 29: - καθόλου, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, μεταβάλλω, εἰ ὀλίγον τι ἐντρέψας τὰ αὐτοῦ ἐκείνου λέγοι τις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15. ΙΙ. Μέσ. ἢ παθ., στρέφομαι τῇδε κἀκεῖσε, διστάζω, στείχωμεν ἤδη, μηδ’ ἔτ’ ἐντρεπώμεθα, ὀκνῶμεν, μέλλωμεν (ὁ Σχολ. ἐσφαλμένως ἑρμηνεύει τὸ ἐντρεπώμεθα διὰ τοῦ ἐπιστρεφώμεθα νὰ κυττάξωμεν ὀπίσω μας, παραβάλλων τὸ Ὁμηρ. ἐντροπαλιζόμενοι), Σοφ. Ο. Κ. 1541, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἐνετρέποντο... ἐν ἑαυτοῖς Πολύβ. 31. 12, 6. 2) μετὰ γεν. προσ., στρέφομαι πρός τινα, δίδω προσοχήν, ἀπονέμω σεβασμὸν πρός τινα, οὐδὲ νύ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ἀνεψιοῦ κταμένοιο; δὲν συγκινεῖται, δὲν ἐνδιαφέρεται; Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Ὀδ. Α. 60· συχν. παρὰ Τραγ., ὡς παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 90, 724, Ο. Τ. 1226, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 52C, κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., φροντίζω, φεύγειν τ’ ὀλεσήνορας ὅρκους ἐντρέπευ Θέογν. 400, ἔκδ. Bergk. 4) μεταγ. μετ’ αἰτ., αἰδοῦμαι, σέβομαι, ἀκόλαστός ἐστι, τὴν δὲ πολιὰν οὐκ ἐντρέπεται Ἄλεξις ἐν «Ἑλένης ἁρπαγῇ» 1· πρβλ. Πολύβ. 2. 49, 7, κλ. 5) ἀπολ. = αἰσχύνομαι, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Θεσσ. γ΄, 14, πρὸς Τίτ. β΄, 8.