ἀλυσκάζω

From LSJ
Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλυσκάζω Medium diacritics: ἀλυσκάζω Low diacritics: αλυσκάζω Capitals: ΑΛΥΣΚΑΖΩ
Transliteration A: alyskázō Transliteration B: alyskazō Transliteration C: alyskazo Beta Code: a)luska/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἀλύσκω (from which it borrows obl. tenses); irreg. opt.

   A ἀλυσκάζειε Nonn.D.42.135, al.:—shun, avoid, c. acc., ὕβριν ἀλυσκάζειν Od.17.581: abs., skulk, Il.5.253, 6.443, Orph.A.437; dub. in Hes.Fr.96.94.—Ep. word, used by Cratin. 137.

German (Pape)

[Seite 111] nur praes. u. imperf., für ἀλύσκω, vermeiden, Hom. dreimal, Iliad. 5, 253 οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι, fliehen; 6, 443 αἴ κε κακὸς ἃς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο, ausweichen; Od. 17, 581 μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων; – Cratin. Poll. 10, 33 u. sp. D., z. B. Opp. H. 1, 635.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυσκάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀλύσκω, (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ ἀλύσκω) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ τύπος τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.