ὀρθόκωλος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον,
A with limbs fixed in extended position, ib.623 ; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr.115.
German (Pape)
[Seite 375] mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκωλος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ μέλη, Γαλην.