ἀκάρπωτος
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ον,
A not made fruitful, uncultivated, Thphr.CP3.13.3. 2 metaph., χρησμὸς ἀ. unfulfilled oracle, A.Eu.714; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of some victory which yielded her no tribute, S.Aj.176.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάρπωτος: -ον, = ὁ μὴ γινόμενος καρποφόρος, ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον χάριν, ἕνεκα νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.