προγηράσκω
From LSJ
English (LSJ)
A grow old before, τοῦ χρόνου τοῦ ἱκνευμένου Hp.Aër.7: abs., Luc.Tim.20. 2 grow prematurely old, Id.Rh.Pr.10, Sor.1.87; ἐν τοῖς πόνοις Ph.2.287.
German (Pape)
[Seite 713] (s. γηράσκω), vorher altern, Hippocr. u. Sp.; προγηράσαντος τοῦ περιμένοντος, Luc. Tim. 20; προγηράσαι τοῖς πόνοις, rhet. praec. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προγηράσκω: (πρβλ. γηράσκω), γηράσκω πρότερον, τοῦ χρόνου Ἱππ. π. Ἀέρ. 284. 2) γηράσκω προώρως, Λουκ. Ρητ. διδάσκ. 10, πρβλ. Τίμ. 20, Κλήμ. Ἀλ. 228.