συνανίστημι

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανίστημι Medium diacritics: συνανίστημι Low diacritics: συνανίστημι Capitals: ΣΥΝΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synanístēmi Transliteration B: synanistēmi Transliteration C: synanistimi Beta Code: sunani/sthmi

English (LSJ)

   A make to stand up or rise together, μεθ' ἑαυτοῦ τινα X.Smp.9.5; assist in restoring, τὰ μακρὰ τείχη Id.HG4.8.9.    II Pass. with aor. 2 Act., rise at the same time, Id.An. 7.3.35; τινι with one, Id.Cyr.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἵστημι), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συνανίστημι: ἀνίστημι, ἐγείρω ὁμοῦ, ὁ Διονύσιος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.