ἀπονία
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ἡ, (ἄπονος)
A non-exertion, laziness, X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh. 1370a14(pl.); exemption from toil, of women, Id.GA775a37, cf. Plu. Rom.6. II freedom from pain, Epicur.Fr.2, Chrysipp.Stoic.3.33, Dsc.Eup.1.67, Aret.SA2.1, etc.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ βλακεία Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονία: ἡ, (ἄπονος) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, ὀκνηρία, Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ ἑδραῖος βίος, δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ , ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. περί Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. ἀναλγησία, Χρύσιππ. παρά Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.