παντοῖος

From LSJ
Revision as of 10:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοῖος Medium diacritics: παντοῖος Low diacritics: παντοίος Capitals: ΠΑΝΤΟΙΟΣ
Transliteration A: pantoîos Transliteration B: pantoios Transliteration C: pantoios Beta Code: pantoi=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of all sorts or kinds, manifold, ἄνεμοι Il.2.397; δόλοι 3.202; ἀρετή 22.268, E.Med.845 (lyr.); τέχνη Od.6.234, S.Aj.752; φιλότης Od.15.246, S.El.134; λῦπαι Id.OT915; λόγοι E.Hec.840; τύχαι Arist.EN1100a5; ἐξυβρίσαι παντοῖα Hdt.3.126; πολλὰ καὶ π. λέγειν Id.9.90, etc.    2 in Prose of persons, παντοῖος γίνεται he takes all possible shapes, i.e. tries every shift, of persons in danger or difficulty, ib.109: with part., π. ἐγένοντο δεόμενοι Id.7.10. γ; π. ἐγίνετο (sc. δεομένη) μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα Id.3.124; π. ἦν δεδιώς Luc. DDeor.21.2; π. γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι Plu.Mar.30; rarely of joy, π. ὑπ' εὐφροσύνης γενόμενοι they played all sorts of antics from joy, Luc. Demon.6; π. ἦν ὑπ' ἀπορίας Id.Laps.1.    II Adv. -ως in all kinds of ways, variously, Hdt.7.211; π. ἔχειν Pl.R.559d, etc.

German (Pape)

[Seite 464] allerlei, von allerlei Art, mannigfach; κύματα παντοίων ἀνέμων, Il. 2, 397; παντοίης ἀρετῆς, 22, 268, öfter; χρεῖαι, Pind. N. 8, 71; παντοίᾳ τέχνῃ, λύπαισι παντοίαισιν, Soph. Ai. 739 O. R. 915; ἀρετή, Eur. Med. 845; πολλὰ καὶ παντοῖα ἀκούσας κακά, Ar. Thesm. 388; u. in Prosa, ἄνθρωποι, Plat. Legg. II, 665 e; πᾶσαν καὶ παντοίαν σοφίαν, Phil. 30 b; Folgde; – παντοῖος γίγνεται, eigtl. er nimmt jede mögliche Gestalt an, von einem solchen, der aus Furcht oder sonst einer Leidenschaft sich zu jeder möglichen That bewegen läßt, alle Mittel aufbietet, παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι, sie boten Alles mit Bitten auf, Her. 7, 10, 3; auch παντοίη ἐγίνετο, μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα, wo man δεομένη ergänzen muß, 3, 124, vgl. 9, 109; oft bei Sp., παντοῖος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας, Plut. Mar. 30; u. Luc., auch παντοῖοι ὑπ' εὐφροσύνης γενόμενοι, die sich vor Freuden nicht zu lassen wußten, Demon. 6; und παντοῖος ἦν δεδιώς, D. D. 21, 2; παντοῖος ἦν ὑπ' ἀπορίας, pro lapsu in salt. 1; – παντοίως, auf jede Art u. Weise, Her. 7, 211; Plat. Rep. VIII, 559 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοῖος: -α, -ον, παντὸς εἴδους, ποικίλος, ἄνεμοι Ἰλ. Β. 397· δόλοι Χ. 268· τέχνη Ὀδ. Ζ. 234, Σοφ. Αἴ. 752· φιλότης Ὀδ. Π. 246, Σοφ. Ἠλ. 134· λῦπαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 915· ἀρετή, λόγοι Εὐρ. Μήδ. 845, Ἑκ. 840· παντοῖα ἐξυβρίσαι Ἡρόδ. 3. 126· πολλὰ καὶ π. λέγειν ὁ αὐτ. 9.90, κτλ. 2) παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ προσώπων, παντοῖος γίγνεται, λαμβάνει παντοειδεῖς μορφάς, δηλ. δοκιμάζει πᾶν μέσον, κινεῖ πάντα λίθον, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν δυσκολίαις καὶ κινδύνοις διατελούντων, Ἡρόδ. 9. 109· μετὰ μετοχ., παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι ὁ αὐτ. 7. 10, 3· παντοίη ἐγίγνετο (ἐξυπ. δεομένη), μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα ὁ αὐτ. 3. 124· π. ἦν δεδιὼς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· π. γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι Πλουτ. Μάρ. 30· σπανίως ἐπὶ χαρᾶς, παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι Λουκ. Δημώνακτ. βίος 6· π. ἦν ὑπὸ ἀπορίας ὁ αὐτ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 1· οὕτω, πάντα γίγνεσθαι καὶ ἐν παντὶ εἶναι, ἴδε πᾶς D. ΙΙ. 2, παντοδαπὸς 2. 3) οἵου δήποτε εἴδους, μὴ ὑποδεδεμένους παντοῖον ὑπόδημα = οὐδέν, Νεῖλ. 580C, ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως, Ἡρόδ. 7. 211, Πλάτ. Πολ. 559D, κτλ.