χρωτίζω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
A colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.
Greek (Liddell-Scott)
χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.