ἀστεῖος

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεῖος Medium diacritics: ἀστεῖος Low diacritics: αστείος Capitals: ΑΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: asteîos Transliteration B: asteios Transliteration C: asteios Beta Code: a)stei=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Diph.73: (ἄστυ):—

   A of the town (but in the literal sense ἀστικός is used).    II town-bred, polite, Pl.Phd. 116d; opp. ἄγροικος, Plu.Mar.3; γένοιτ' ἀστεῖος οἰκῶν ἐν πόλει Alc. Com.26; charming, Isoc.2.34.    2 of thoughts and words, refined, elegant, witty, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, opp. ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ar.Fr.685; ἀστεῖόν τι λέξαι Id.Ra.901; ἀστεῖον λέγεις (where there is a play on the double sense, witty and popular) Id.Nu.204; ἀ. καὶ δημωφελεῖς οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d; ἀστεῖον εἰπεῖν Com.Anon.248 Mein., cf. Axiop.1.14; ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ar.Eq. 539; of persons, οἱ ἀ. the wits, Pl.R.452d; τὰ ἀ. witty sayings, witticisms, Arist.Rh.1411b21, al. Adv. -ως J.AJ12.4.4, Plu.2.123f, Luc.Nigr.13.    3 as a general word of praise, of things and persons, pretty, charming, βοσκήματε Ar.Ach.811; ἑορτή Pl.Grg. 447a; ἀ. καὶ εὐήθης Id.R.349b, cf. Phdr.242e, Hp.Ep.13; ἐστὶ γοῦν ἁπλῆ τις;—ἀστεία μὲν οὖν Anaxil.21; ἀστεῖόν [ἐστι] ὅτι ἐρυθριᾷς it is charming to see you blush, Pl.Ly.204c; ἀστεῖον πάνυ εἰ . . Men. Sam.149.    b ironically, ἀ. κέρδος a pretty piece of luck, Ar.Nu. 1064; ἀστεῖος εἶ Diph.73.    4 of outward appearance, pretty, graceful, LXX Ex.2.2, al.; οἱ μικροὶ ἀ. καὶ σύμμετροι, καλοὶ δ' οὔ Arist. EN1123b7; handsome, LXX Jd.3.17 (of Eglon): in Comedy, of dainty dishes, κραμβίδιον, κρεΐσκον, Antiph.6, Alex.189.    5 good of its kind, αἷμα Hp.Alim.44; ἑλλέβορος Str.9.3.3; οἶνος Plu.2.620d; of persons, good, Ph.1.97, Plu.Them.5; ἀστεῖα good qualities, opp. φαῦλα, Demetr.Eloc.114. Adv. -είως honourably, πράττων LXX 2 Ma. 12.43, cf. Ph.1.244.

German (Pape)

[Seite 375] auch 2 End., städtisch u. dah. sein gebildet, witzig, vgl. bes. Xen. Cyr. 2, 2, 12, wo die ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες den ἀλαζόνες als solche entgegengesetzt werden, die Lachen erregen, μήτε ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων, μήτε ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, μήτε ἐπὶ βλάβῃ μηδεμιᾷ; Cyr. 8, 4, 23; ἂν ἓν ἢ δύο ἀστεῖα εἴπωσι Dem. 23. 206. Bei Isocr. 2, 34 Ggstz ταπεινός. Bei Plat. theils freundlich, theilnehmend, Phaed. 116 d, theils spaßhaft, εὐήθεια Phaedr. 242 e, λόγοι 227 e; Spötter, Rep. V, 452 d; Sp. = gut, dem αἰσχρός entgeggsetzt, Plut. Them. 5; bes. von Waaren, sein, sauber. – Adv. ἀστείως, ἐπισκώπτειν Luc. Nigr. 13; ὑποκορίζεσθαι Plut. Sol. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Δίφιλ. ἐν «Συναποθνήσκουσιν» 1· (ἄστυ) : ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως, ἐκ τῆς πόλεως· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξ. ἀστικός. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. urbanus, ἁρμόζων εἰς πόλιν, ὁ ἐν πόλει τεθραμμένος, εὐγενὴς τοὺς τρόπους, εὔχαρις, εὐτράπελος, κομψός, ἀντίθ. τῷ ἄγροικος, Πλάτ. Φαίδων 116D· νῦν οὖν γένοιτ’ ἀστεῖος οἰκῶν ἐν πόλει Ἀλκαῖος Κωμ. ἐν «Πασιφάνῃ» 1. 2) ἐπὶ διανοημάτων, λόγων ἢ λέξεων, λεπτός, κομψός, εὐφυής, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· ἀστεῖον τι λέξαι ὁ αὐτ. Βαβρ. 5, 901· ἀστεῖα λέγεις (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας, εὐφυὴς καὶ δημοτικός, δηλ. κεχαρισμένος τοῖς πολλοῖς) ὁ αὐτ. Νεφ. 204· ἀστεῖον εἰπεῖν Κωμ. Ἀνών. 248· ἀστ. οἱ λόγοι Πλάτ. Φαῖδρ. 227D· ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 539· ἐπὶ προσώπων, οἱ ἀστεῖοι, οἱ λέγοντες ἀστεῖα, Πλάτ. Πολ. 452D· τὰ ἀστεῖα, εὐφυεῖς λόγοι, εὐφυολογίαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 1, κ. ἀλλ.: - Ἐπίρρ. ἀστείως, Πλούτ. 2. 123Ε, κ. ἀλλ. 3) ὡς γενικὴ λέξις ἐπαίνου, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων, λεπτός, ἡδύς, ἁβρός, θελκτικός, κομψός, νή τὸν Δί’ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· καὶ μάλα γε ἀστείας ἑορτῆς, λαμπρᾶς, Πλάτ. Γοργ. 447Α· οὐ γὰρ ἂν ἦν ἀστεῖος, ὥσπερ νῦν, καὶ εὐήθης (ἐπὶ καλῆς σημασίας) ὁ αὐτ. Πολ. 349Β, πρβλ. Φαῖδρ. 242Ε· ἀλλ’ ἀντιτίθεται τῷ ἁπλοῦς παρ’ Ἀναξίλᾳ ἐν «Νεοττίδι» 2 (ἐστὶ γοῦν ἁπλῆ τις; ἀστεία μὲν οὖν νὴ τὸν Δία)· ἀστεῖόν γε, ἦ δ’ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς... καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει τοὔνομα Πλάτ. Λύσ. 204C. β) εἰρωνικῶς, ἀστεῖόν γε κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων, ὡραῖον τῷ ὄντι κέρδος..., Ἀριστοφ. Νεφ. 1064· ἀστεῖος εἶ, εἶσαι νόστιμος, Δίφυλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 4) ἐπὶ ἐξωτερικοῦ παραστήματος, κομψός, κόσμιος, εὐπρεπής, χαρίεις, Ἱππ. 1276. 38, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 2), κ. ἀλλ.· οἱ μικροὶ ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοῖ δ’ οὒ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 5· ἀλλὰ τὸ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. γ΄, 17) καὶ Ἐγλώμ ἀνὴρ ἀστεῖος σφόδρα, ἐν τῷ Ἑβρ. ἀρχετύπῳ εἶναι «καὶ ὁ Ἐγλὼμ ἦν ἄνθρωπος παχὺς σφόδρα»: - παρὰ Κωμ. συχν. ἐπὶ λιχνευμάτων ἢ ἐκλεκτῶν ἐδεσμάτων, κραμβίδιον ἐφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 6· τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4· ἀλλὰ μεταγ. καὶ ἐπὶ φυσικῶν προϊόντων, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀγαθός, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἑλλέβορος Στράβ. 418, κτλ.